Το πανηγύρι στον Ελληνικό χώρο είναι ένας λίθος που έχει τις ρίζες του στην αρχαιοελληνική παράδοση. Η ίδια η λέξη «πανηγύρι» αποδεικνύει τη μακραίωνη παράδοση του θεσμού.
Τα πανηγύρια στη νησιωτική και την ηπειρωτική Ελλάδα αρχίζουν από τα τέλη Ιουνίου και κορυφώνονται τον Δεκαπενταύγουστο με τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Με την πάροδο των ετών τα πανηγύρια αποδυναμώθηκαν ως θεσμός, χάνοντας την ιδιαιτερότητα τους, και στην προσπάθεια τους να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του κόσμου ενσωμάτωσαν νεωτερικά στοιχεία, όπως τα σύγχρονα παραδοσιακά τραγούδια.
Τα πανηγύρια ήταν μια όαση, μια στιγμή ξενοιασιάς και μια ευκαιρία για διασκέδαση, και επανένωσης των ανθρώπων. Δίνουν επίσης την άγρια χαρά του ανταμώματος με τους συμπατριώτες. Στο τέλος μένει η ελπίδα κι η ευχή «πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε με χορούς κυκλωτικούς κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς».
Όλη η τελετή ξαναβρίσκει τη μεγάλη ανταπόκριση που γνώριζε παλιά, αφού άρρηκτα συνδέεται το θρησκευτικό στοιχείο, καθώς πραγματοποιούνται προς τιμήν κάποιου αγίου, με την αλληλεπίδραση της κοινότητας και τη διασκέδαση.
Όμως ένα κοινωνικό φαινόμενο που πήρε διαστάσεις στα μέσα του 20ού αιώνα και είχε καταλυτικό ρόλο στις επαρχίες, η μετανάστευση, προσέδωσε στο θεσμό συναισθηματικό φορτίο που δεν είχε αρχικά: Το πανηγύρι άρχισε να εξελίσσεται σε αφορμή για επανένωση των ντόπιων με τους απόδημους, να συνυπάρχουν και επανατροφοδοτούν τη σχέση τους».
Στη σημερινή μορφή τους, αποτελούν πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες από πολλά διαφορετικά μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Σε ανοιχτούς χώρους, στήνονται μεγάλα τραπέζια, γεύονται παραδοσιακά ποτά και εδέσματα , προσφέρονται σε αφθονία και ο κόσμος χορεύει μέχρι το πρωί στους ρυθμούς που παίζουν δεξιοτέχνες οργανοπαίχτες.
Σε πολλά μέρη, άρχισαν να διοργανώνονται από πολιτιστικούς συλλόγους ή εθελοντές, σε αντίθεση με τότε που ήταν ευθύνη της ενορίας ή της κοινότητας. Όπου η γιορτή εκτυλίσσεται στα προαύλια των εκκλησιών, ξεκινά αμέσως μετά τη λειτουργία και ολοκληρώνεται αργά το μεσημέρι ή το απόγευμα. Εξαίρεση αποτελούν απομακρυσμένα ξωκλήσια, όπου ο κόσμος μεταφέρει φαγητά και το γλέντι κρατά ως και τρεις μέρες.
Η παράδοση, είναι μια συνεχής δυναμική διαδικασία που εξελίσσεται. Γιατί τα πανηγύρια σε κάθε γωνιά του κόσμο αποτελούν κορυφαία στιγμή της κοινωνικής μας ζωής και παράλληλα μοναδικό πυρήνα διαφύλαξης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Με φόντο την θρησκευτική και την αιώνια ανάγκη για συνεύρεση, εμείς αγερώμεθα, γιορτάζουμε αενάως, κρατώντας εκείνο το αρχέγονο νήμα, περνώντας το στους κατοπινούς, που θα το παραδώσουν στην πορεία τους στους επόμενους.
Γεωργία Ρήγα