Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) σε έρευνα του 2017 διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων χωρών πως οι Έλληνες αργούν σημαντικά να εγκαταλείψουν το πατρικό τους σπίτι. Ακόμη και σήμερα, τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Κατά μέσο όρο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (για την περίοδο του 2021) νέοι και νέες αφήνουν πίσω το σπίτι των γονιών στα 30,7 έτη τη στιγμή που ο μέσος όρος στις χώρες της ΕΕ είναι τα 26,5 έτη.
Όπως τονίζει βέβαια η Eurostat, αποχώρηση από το σπίτι των γονιών που θεωρείται ορόσημο στη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, εξαρτάται από πολλές παραμέτρους- και είναι αυτή η ποικιλομορφία των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι νέοι σε όλη την Ευρώπη, καθώς και τις πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των χωρών, που κάνει την μετάβαση πολύ δύσκολη.
Οι σπουδές, η κακοπληρωμένη εργασία, το κόστος μιας μετακόμισης, η απόφαση συγκατοίκησης με έναν σύντροφο, το επόμενο στάδιο της σχέσης, δηλαδή ο γάμος και τα παιδιά, είναι ανάμεσα στις παραμέτρους που ορίζουν το πότε κάποιος θα μπορέσει να φύγει από τη φωλιά.
Οι Σουηδοί πάντως είναι αυτοί που φεύγουν πιο γρήγορα και οι πιο αργοί είναι οι Πορτογάλοι!
Οι νεαρές γυναίκες πάντως, προχωρούν σε αυτό το βήμα στα 25,5 έτη και οι άνδρες αρκετά αργότερα στα 27,4 έτη!
Οι άνδρες στην Κροατία είναι αυτοί που εγκαταλείπουν πιο αργά το πατρικό τους (σε ηλικίες αρκετά άνω του μέσου όρου των 26,5 ετών) και ακολουθούν αυτοί σε Πορτογαλία, Σλοβακία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Ιταλία. Στον αντίποδα είναι οι νέοι σε Σουηδία, Δανία, Φινλανδία, Εσθονία, Ολλανδία σε ηλικίες δηλαδή κάτω των 25 ετών.
Οι γυναίκες που φεύγουν πιο αργά είναι οι νέες στη Πορτογαλία, ακολουθούν αυτές στην Κροατία και σε Ελλάδα, Σλοβακία και Βουλγαρία και πιο νωρίς (σε ηλικίες κάτω των 25 ετών) φεύγουν αυτές σε Σουηδία, Φινλανδία, Δανία, Εσθονία, Ολλανδία.