Η 16η Σεπτεμβρίου είναι η 259η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και 260η σε δίσεκτα έτη. Είναι η ημερομηνία, το 1977, που άφησε την τελευταία της πνοή η Μαρία Κάλλας.
Είναι ένα ερώτημα ανεξάρτητο από το σημερινό μας θέμα, ή και όχι τόσο.
Μια σχέση στην οποία ακόμη και σήμερα πολλοί αποδίδουν το θάνατό της.
Από τι πέθανε η Κάλλας;
Σε μια μελέτη που παρουσιάστηκε στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια το 2010 από τους Ιταλούς φωνίατρους Φράνκο Φούσι και Νίκο Παολίλο, παρουσιάζεται η θεωρία ότι η Κάλλας έπασχε από δερματομυοσίτιδα, μια σπάνια εκφυλιστική νόσο που φθείρει τους μυς και τους ιστούς.
Έτσι εξήγησαν οι δύο γιατροί τη σταδιακή παρακμή του μεγαλείου της φωνής της, που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η έκθεση των Φούσι και Παολίλο συμφωνεί με την επίσημη ιατρική έκθεση για το θάνατο της Κάλλας, μόνο που, κατά τους Ιταλούς, η ανακοπή δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά το αποτέλεσμα της εκφυλιστικής μυασθένειας.
Σε μια εκδήλωση που διοργανώθηκε από το περιοδικό Il Saggiatore Musicale, οι φωνίατροι παρουσίασαν τεκμήρια για την χρονική εξέλιξη της αποδυνάμωσης της φωνής της χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της φασματογραφικής ανάλυσης.
Την εξέδιδε η μητέρα της;
Ανεξάρτητα από τα παθολογικά αίτια του θανάτου της, η Κάλλας πέθανε όντως απογοητευμένη και θλιμμένη από την έκβαση του ειδυλλίου της με τον Ωνάση. Όπως ακριβώς έζησε και τα τελευταία χρόνια τηςζωής της, από τότε δηλαδή που εκείνος την πέταξε στην άκρη προκειμένου να παντρευτεί τη Τζάκι.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Ωνάσης συμπεριφέρθηκε άθλια στην Κάλλας, σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους, η οποία στην πραγματικότητα δεν σταμάτησε ποτέ, μέχρι το θάνατό εκείνου.
Το πρόβλημα δεν ήταν ότι δεν την ήθελε· το πρόβλημα ήταν ότι δεν της έδωσε ποτέ αυτό που η Κάλλας θεωρούσε ότι άξιζε: Την επισημοποίηση, την οποία έδωσε στην Τζάκι.
Φυσικά ο Ωνάσης δεν έπαιζε σε αυτό το παιχνίδι μόνος του. Η Κάλλας ήταν το κλασικό θύμα για τη βαθιά ναρκισιστική του προσωπικότητα, σήμερα θα μπορούσε να κάνει την ανάλυση και πρωτοετής της Ψυχιατρικής.
Από μικρή είχε θέματα με τη μητέρα της και με την εμφάνισή της.
Η ίδια είχε κατηγορήσει δημοσίως την μητέρα της ότι την εξανάγκαζε να τραγουδάει, κάτι που οδήγησε στην σταδιακή καταστροφή της παιδικής της ηλικίας:
«Η αδερφή μου ήταν λεπτή και όμορφη και φιλική και η μητέρα μου πάντοτε την προτιμούσε. Εγώ ήμουν το ασχημόπαπο, παχουλή και άχαρη και καθόλου δημοφιλής. Είναι άκαρδο να κάνεις ένα παιδί να νιώθει άσχημο και ανεπιθύμητο. Δεν θα την συγχωρήσω ποτέ που μού αφαίρεσε την παιδική μου ηλικία. Κατά την διάρκεια όλων των χρόνων που θα έπρεπε να παίζω και να μεγαλώνω, εγώ τραγουδούσα ή έβγαζα λεφτά. Όλα όσα έκανα για εκείνους ήταν κυρίως καλά και όλα όσα έκαναν σε εμένα ήταν κυρίως κακά», έχει γράψει η ίδια.
Σύμφωνα με το σύζυγο της Κάλλας, το μαέστρο Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι και βάσει των λεγόμενων της κοντινής της φίλης Τζουλιέτα Σιμιονάτο, η άνεργη μητέρα της την πίεζε να συντροφεύει διάφορους άντρες, κυρίως Ιταλούς και Γερμανούς στρατιώτες, για να φέρνει στο σπίτι χρήματα και φαγητό, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής.
Η Μαρία ποτέ δεν συγχώρησε την μητέρα της για την συμπεριφορά αυτή, που ήταν όντως μια μορφή μαστροπείας. Σε μια προσπάθεια βελτίωσης της σχέσης τους, η Κάλλας πήρε την μητέρα της μαζί της κατά την πρώτη της επίσκεψη στο Μεξικό το 1950, αλλά εκεί αναβίωσαν οι παλιές προστριβές, με συνέπεια οι δυο τους να μην ξανασυναντηθούν ποτέ. Αργότερα, με αφορμή ορισμένα υβριστικά γράμματά της, η Κάλλας έληξε δια παντός την επικοινωνία με τη μητέρα της.
Η εξιδανίκευση της κακοποίησης
Η Κάλλας θεωρούσε τη σχέση της με τον Ωνάση ως «έναν μεγάλο έρωτα», ο ίδιος πιθανώς δεν θεωρούσε τίποτα, είναι λίαν αμφίβολο εάν ο Ωνάσης είχε έστω και ένα γραμμάριο ενσυναίσθησης προς οποίονδήποτε άνθρωπο.
Εξίσου άθλια με την Κάλλας μεταχειριζόταν και την κόρη του Χριστίνα, χειρίστηκε μέχρι θανάτου (κυριολεκτικά) την πρώτη του σύζυγο και το γιο τους Αλέξανδρο και δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό στις μπίζνες.
Η Κάλλας ήταν ένα τρόπαιο για τον Ωνάση, το οποίο απλώς αντικατέστησε με ένα πιο συμφέρον τρόπαιο.
Και για την ίδια, όμως, πιθανώς το ζήτημα ήταν περισσότερο ένας πληγωμένος εγωισμός πάνω σε μια ήδη πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση, παρά ένας ατυχής «μεγάλος έρωτας».
Ο Ωνάσης και η Κάλλας ήταν δύο άνθρωποι που δεν ήξεραν τι σημαίνει στην πραγματικότητα να αγαπάς έναν άλλον άνθρωπο, χαμένοι καθένας στη δική του προβληματική προσωπικότητα, απλώς «κούμπωσαν» παίζοντας αριστουργηματικά τους ρόλους του θύτη και του θύματος.
Φυσικά και η Κάλλας έδωσε τα περισσότερα. Αυτός ήταν ο δικός της ρόλος: να δίνει έως ότου δεν θα είχε κάτι άλλο να δώσει. Πίστευε ότι εάν έδειχνε στον Ωνάση πόσο τον αγαπούσε, εκείνος θα το εκτιμούσε. Εκείνος, απλώς την ξεφτίλιζε με κάθε ευκαιρία, όπως όταν την έβαλε να τραγουδήσει α καπέλα στο Νυδρί για τους κατοίκους, παρά τις σφοδρές της διαμαρτυρίες.
Οι δύο τους γνωρίστηκαν το 1957, σε ένα πάρτι που οργάνωσε η κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ προς τιμήν της Κάλλας. Εκεί, η Μάξγουελ σύστησε την Κάλλας στον Ωνάση.
Το 1959, μετά από δέκα χρόνια γάμου, η Κάλλας άφησε τον Μενεγκίνι, ελπίζοντας ότι ο Ωνάσης θα την παντρευτεί. Το 1966, απεκδύθηκε την Αμερικανική υπηκοότητά της, ούτως ώστε να διαλύσει και τυπικά τον γάμο της, καθώς, σύμφωνα με τον σχετικό ελληνικό νόμο της εποχής, όποιος γάμος Έλληνα ή Ελληνίδας δεν είχε τελεστεί σε Ορθόδοξη εκκλησία δεν ήταν έγκυρος· εφόσον η Κάλλας είχε παντρευτεί σε Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, ο γάμος της έληξε και νομικώς.
Στις 20 Οκτωβρίου 1968 ο Ωνάσης αποφασίζει να παντρευτεί τη Τζάκι και η Κάλλας το μαθαίνει «από σπόντα». Σύντομα ο Ωνάσης κάμπτει τις πικαρισμένες αντιδράσεις της και οι δύο τους αρχίζουν και πάλι να συναντιούνται στο Παρίσι και το Σκορπιό, κρυφά πλέον. Η Κάλλας υποβιβάστηκε από επίσημη ερωμένη, σε κρυφό ραντεβού.
Για μια ακόμη φορά η Κάλλας το ερμήνευσε αυτό ως απόδειξη της μεγάλης του αγάπης για εκείνη.
Ο Ωνάσης πέθανε στις 15 Μαρτίου 1975. Η Κάλλας μετά το θάνατό του απομονώνεται πλήρως στο διαμέρισμά της στο Παρίσι με μόνη συντροφιά την οικονόμο της, Μπρούνα Λούπολι και τον μπάτλερ της Φερούτσιο Μετσάντρι.
Εκεί βρέθηκε νεκρή στις 16 Σεπτεμβρίου 1977.