Η δέσμευση της Αγγλίας για παροχή βοήθειας στην Ελλάδα είχε συμφωνηθεί ήδη πολύ πριν την γερμανική εισβολή. Καθώς τόσο ο Τσάμπερλεϊν το 1939, ως πρωθυπουργός είχε δεσμευτεί όσο και ο Τσώρτσιλ το 1940, όταν η Ελλάδα δέχθηκε την επίθεση των Ιταλών, είχε επιβεβαιώσει τη δέσμευση αυτή.
Η στρατιωτική βοήθεια θα δινόταν μόνο εφόσον η Ελληνική κυβέρνηση την αποδεχόταν. Πράγμα που έγινε στις 22 Φεβρουαρίου του 1941 όταν ο Άντονι Ίντεν, βρετανός υπουργός εξωτερικών, και ο Στρατηγός Γουέιβελ, γενικός στρατιωτικός επικεφαλής όλης της περιοχής της Μέσης Ανατολής, έφτασαν στην Αθήνα για διαβουλεύσεις.
Η συμφωνία προέβλεπε ότι οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις μαζί με τις συμμαχικές – που αποτελούντο από Βρετανούς, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς – θα έπρεπε να συγκεντρωθούν στα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Όμως οι ελληνικές δυνάμεις βρίσκονταν μακριά, τοποθετημένες στην επονομαζόμενη γραμμή Μεταξά, στα σύνορα με την Βουλγαρία, όπου και αναμενόταν η Γερμανική επίθεση. Ο στρατηγός Παπάγος κράτησε τα στρατεύματα εκεί, και η Γερμανική επίθεση ξεκίνησε στις 6 Απριλίου. Οι ελληνικές δυνάμεις πολέμησαν με ανδρεία αλλά τελικά κατατροπώθηκαν. Την ίδια μέρα το λιμάνι του Πειραιά και το αεροδρόμιο των Ιωαννίνων βομβαρδίστηκαν από γερμανικά αεροπλάνα.
Στις 8 Απριλίου, τα συμμαχικά και τα εναπομείναντα ελληνικά στρατεύματα, κρατούσαν την γραμμή που είχε αρχικά συμφωνηθεί, δυτικά της Θεσσαλονίκης και σε τμήματα κατά μήκος του ποταμού Αλιάκμονα. Και αυτοί όμως υπερνικήθηκαν από τους Γερμανούς και οπισθοχώρησαν νοτιοδυτικά κρατώντας το μέτωπο μεταξύ της Καστοριάς και του Ολύμπου. Στις 15 Απριλίου έγινε μια τελευταία προσπάθεια να κρατηθεί η γραμμή στις Θερμοπύλες, όπου το 480 π.χ. ο Λεωνίδας μαζί με τους 300 Σπαρτιάτες του έδωσαν τις ζωές τους μαχόμενοι τους Πέρσες. Η γραμμή αυτή άντεξε τρεις μέρες μόνο.
Οι Ιταλοί ενώ είχαν οπισθοχωρήσει βαθιά στην Αλβανία, ηττημένοι από τα Ελληνικά στρατεύματα, ενώθηκαν με τους Γερμανούς την ώρα που οι τελευταίοι προέλαυναν νότια, θέλοντας έτσι να μοιραστούν μια νίκη που όμως δεν είχαν οι ίδιοι κερδίσει.
Η προσπάθεια της Βρετανίας, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας να υποστηρίξουν την Ελλάδα διήρκησε μόλις μερικές εβδομάδες και εν τέλει απέτυχε. Πολλοί αναρωτήθηκαν αν θα έπρεπε γενικά να έχει επιχειρηθεί ένα τέτοιο σχέδιο. Οι απώλειες ανθρώπων που σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν ήταν βαριές αν και σύμφωνα με την εκτίμηση του Τσώρτσιλ το 80% εξ αυτών που στάλθηκαν στην Ελλάδα εν τέλει διασώθηκαν. Οι απώλειες σε στρατιωτικό υλικό και εξοπλισμό, από άρματα μάχης μέχρι τυφέκια, ήταν επίσης μεγάλες. Κανενός είδους εξοπλισμός δεν επετράπη να φορτωθεί στα διασωστικά πλοία ώστε να αυξηθεί η χωρητικότητα για περισσότερους ανθρώπους.
Η απόφαση της Βρετανίας για παροχή βοήθειας στην Ελλάδα δεν έγινε επειδή διαφαινόταν η στρατηγική επιτυχία του εγχειρήματος. Ήταν ζήτημα τιμής για τη Βρετανία η οποία έπρεπε να τηρήσει την υπόσχεση για βοήθεια που είχαν δώσει ο Τσάμπερλεϊν, ο Τσώρτσιλ και τέλος ο Ίντεν και ο Γουέιβελ. Πώς θα μπορούσε άλλωστε η Βρετανία να σταθεί ως ηγέτιδα δύναμη του ελεύθερου κόσμου αν δεν τηρούσε την υπόσχεση της να στηρίξει την Ελλάδα, την μόνη χώρα που ήταν διατεθειμένη να αντισταθεί στους Γερμανούς;
Οι συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν δεσμευθεί ότι θα αποχωρούσαν μόνο εφόσον τους το ζητούσε επίσημα η Ελληνική κυβέρνηση. Όπως και έγινε στις 19 Απριλίου μετά από συνάντηση μεταξύ των βρετανών αξιωματικών και της ελληνικής κυβέρνησης συμπεριλαμβανομένου και του βασιλιά. Η απομάκρυνση των συμμαχικών δυνάμεων ξεκίνησε στις 24 Απριλίου, ανήμερα της επίσημης πλέον συνθηκολόγησης των Ελλήνων με τους Γερμανούς.
Οι μετακινήσεις έπρεπε να γίνονται την νύχτα, καθότι υπό το φως της ημέρας τα διασωστικά πλοία κινδύνευαν από αεροπορικές επιθέσεις. Βρετανική υποστήριξη από αέρος δεν μπορούσε να υπάρξει καθότι τα περισσότερα αεροπλάνα είτε είχαν καταστραφεί σε αερομαχίες, είτε είχαν καταρριφθεί και τα εναπομείναντα αεροπλάνα είχαν υποχωρήσει.
Οι πρώτες απομακρύνσεις στρατευμάτων ξεκίνησαν από λιμάνια κοντά στην Αθήνα, από το Πόρτο Ράφτη και την Ραφήνα στα ανατολικά και από τα Μέγαρα στα δυτικά. Από αυτά τα λιμάνια αποχώρησαν περίπου 13.000 άνδρες. Η καταστροφή συνέβη όμως νοτιότερα, στο Ναύπλιο. Περί τους 700 άνδρες είχαν επιβιβαστεί σε ένα μεταγωγικό, το οποίο αναχωρώντας την αυγή, βυθίστηκε από γερμανικά αεροσκάφη. Δύο βρετανικά αντιτορπιλικά που στάλθηκαν για βοήθεια βυθίστηκαν και αυτά. Συνολικά 50 μόνο άνδρες σώθηκαν και από τα τρία πλοία.
Η Καλαμάτα τώρα αποτελούσε το μοναδικό λιμάνι για την εκκένωση των συμμαχικών και ελληνικών στρατευμάτων και 15.000 στρατιώτες είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Την νύχτα της 26ης Απριλίου περίπου 8.000 εξ αυτών κατάφεραν να διασωθούν από βρετανικά μεταγωγικά. Οι υπόλοιποι 7.000 άνδρες, προσαυξημένοι πλέον κατά 3.000 από Γιουγκοσλάβους και Κύπριους στρατιώτες αλλά και από Έλληνες πολίτες θα απομακρύνονταν το επόμενο βράδυ, αυτό της 28ης Απριλίου.
Κατά την διάρκεια της προσέγγισης τους στο λιμάνι της Καλαμάτας οι Γερμανοί εισέβαλλαν στην πόλη. Συνάντησαν όμως σθεναρή αντίσταση. Μια ομάδα Νεοζηλανδών επιτέθηκε σε γερμανούς πυροβολητές με χειροβομβίδες και έτρεψαν σε φυγή τους επιζώντες με ξιφολόγχες. Άλλες μικρές ομάδες επιτίθεντο σε γερμανούς οπουδήποτε και αν τους συναντούσαν και περί τις 11 και μισή εκείνης της νύχτας η Καλαμάτα ήταν σχεδόν άδεια από Γερμανούς.
Λίγες ώρες όμως αργότερα συνέβη μια ακόμα καταστροφή. Όλα τα Βρετανικά πλοία διατάχθηκαν να φύγουν καθώς έλαβαν προειδοποίηση ότι πλησίαζε ο Ιταλικός στόλος. Μια πληροφορία που αποδείχθηκε λανθασμένη. Χωρίς καμία πλέον ελπίδα για αντίσταση, ο επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων παρέδωσε την πόλη στις 5 και μισή το επόμενο πρωί.
Η Καλαμάτα πλέον βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή. Στην μοιρασιά των εδαφών που ακολούθησε οι Γερμανοί κράτησαν την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη και οι Ιταλοί την Πελοπόννησο. Ωστόσο η πολιτική που ακολουθείτο καθοριζόταν από τους Γερμανούς.