ΕΟΣ Καλαμάτας στον Πρ. Ηλία Ταϋγέτου
Η ανάβαση στον υψηλότερη κορυφή του Ταϋγέτου είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία για τον καθένα, μια από αυτές μας περιγράφουν στο κείμενό τους η Φωτεινή Καλλικούνη και η Κατερίνα Γεννάτου.
«Κυνηγώντας μια σκιά»
Ξεκινήσαμε το οδοιπορικό με camping στο δάσος της Βασιλικής και διανυκτερεύσαμε το βράδυ του Σαββάτου στις 18/7. Η Κυριακή ξεκίνησε με μια πορεία 3 ωρών στο δάσος ανάμεσα στα πεύκα ως προθέρμανση για την βραδινή ανάβαση στην κορυφή καθώς μας προετοίμασε τους αρχάριους σε ένα βαθμό, παρόλα αυτά δεν μας προϊδέασε για αυτό που θα επακολουθούσε. Έπειτα από την πρωινή απαιτητική πορεία ξεκουραστήκαμε στην σκηνή για λίγες ώρες και στην συνέχεια αρχίσαμε να προετοιμαζόμαστε ως ομάδα για τις λεπτομέρειες της ανάβασης. Ξεκινήσαμε στις 2 η ώρα το πρωί από το καταφύγιο του συλλόγου διασχίζοντας αρχικά το πρώτο μέρος της ανάβασης, το πευκόδασος, μέχρι που κάναμε την πρώτη στάση στις πηγές.
Το πρώτο μέρος διήρκησε 1 ώρα εύκολης πεζοπορίας γεγονός που μας έκανε να αναθεωρήσουμε προς στιγμήν για την δυσκολία της ανάβασης της συγκεκριμένης πορείας. Ωστόσο, όλα αρχίσαν να δυσκολεύουν όσο η βλάστηση μειωνόταν και το τοπίο γινόταν αλπικό.
Στο δεύτερο μέρος της πορείας, ο όρος «ορειβασία» άρχισε να χαρακτηρίζει περισσότερο την διαδρομή. Το νοητό μονοπάτι αναπτυσσόταν περιμετρικά του βουνού αφήνοντας μια μικρή απόσταση από το «μαύρο κενό» ενώ οι φακοί κεφαλής ίσα που φώτιζαν τα πατήματα μας. Με ρυθμικές ανάσες αναρριχηθήκαμε σταδιακά μέχρι που συναντήσαμε τα συντρίμμια του ιδιωτικού αεροπλάνου που συνετρίβει στο σημείο αυτό όπου φάνταζε, με τα φακούς κεφαλής να φωτίζουν τα κομμάτια από μέταλλο στο σκοτάδι, σαν ένα υπαίθριο μουσείο. Ακολούθησε μια μικρή περιγραφή του ατυχήματος από τον αρχηγό της αποστολής και για λίγο ξεχάσαμε ότι βρισκόμασταν καθοδόν για την κορυφή. Έπειτα κλείσαμε όλοι τους φακούς και σταθήκαμε για μια στιγμή για να στρέψουμε το βλέμμα προς τα πάνω διότι το μόνο φυσικό τοπίο που ήταν ευκρινές εκείνες τις ώρες ήταν ο έναστρος ουρανός.
Ύστερα από ώρα ανάβασης, φτάσαμε στο τρίτο μέρος της πορείας όπου απαιτούσε την διάσχιση της περίφημης κορυφογραμμής. Ορειβατώντας κυριολεκτικώς μεταξύ ορίου και κενού και ενώ το σκοτάδι δεν μας επέτρεπε να δούμε που κατέληγαν οι πέτρες που υποχωρούσαν στο πέρασμα μας, τα βήματα μας άρχισαν να γίνονται πιο διστακτικά. Αφού ολοκληρώσαμε αυτή τη διαδρομή, ένα αίσθημα ανακούφισης μας κατέκλεισε. Είχαμε διασχίσει το δυσκολότερο σημείο της ανάβασης. Σε λίγη ώρα ξεκίνησε να χαράζει και μια πορτοκαλί πάχνη εμφανίστηκε στον ορίζοντα καθιστώντας για πρώτη φορά διακριτό το ανάγλυφο του ορεινού τοπίου γύρω μας μετά από 2.30 ώρες απαιτητικής πορείας. Όταν πια ξημέρωσε, ο στόχος μας, η κορυφή ήταν πλέον ορατή.
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος της ανάβασης όπου περιλάμβανε τα τελευταία 20 μέτρα μέχρι την κορυφή απαιτούσε αντοχή και σταθερό ρυθμό. Το κεκλιμένο έδαφος προς την κορυφή ήταν σκεπασμένο από μεγάλες κοτρόνες και χαλίκια αποτρέποντας την στατικότατα με αποτέλεσμα να σκαρφαλώσουμε χρησιμοποιώντας και τα δύο μας χέρια. Και εκεί όπου δεν υπήρχε άλλο περιθώριο αντοχής, η κορυφή, το πέμπτο μέρος της πορείας, εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας. Πλήθος κόσμου, σκηνές σε διάσπαρτα σημεία και το μικρό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στο κέντρο να αχνίζει λιβάνι. Το τοπίο γύρω μας μαγικό, σαν να ήμασταν επιβάτες μιας στατικής πτήσης. Αλλά αυτό που όλοι περιμέναμε θα αργούσε λίγο ακόμα. Το «φαινόμενο της πυραμίδας» εμφανίστηκε σταδιακά στον ορίζοντα δημιουργώντας μια γιγαντιαία ισοσκελή σκιά καμβά τον Μεσσηνιακό κόλπο. Και όταν ο ήλιος πλέον είχε αποκτήσει ύψος και η σκιά εξαφανίστηκε ήρθε η ώρα της επιστροφής. Η κατάβαση από την κορυφή αποτέλεσε μια τελείως διαφορετική εμπειρία αφού πλέον η πορεία διέθετε φόντο. Ωστόσο όσο εντυπωσιακό και αν ήταν το τοπίο της κορυφής, η απαιτητική εμπειρία της ανάβασης και τα τέσσερα διαφορετικά τοπία που περιδιαβήκαμε για να φτάσουμε στον Προφήτη Ηλία, ήταν αναμφίβολα το «αποκορύφωμα» του ταξιδιού.