Στήριξη των ελαιοπαραγωγών ζητά ο Περικλής Μαντάς
Το μείζον ζήτημα που έχει ανακύψει με την χαμηλή φετινή τιμή του ελαιολάδου, αναδεικνύει με κοινοβουλευτική ερώτησή του προς τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάκη Βορίδη, ο βουλευτής Μεσσηνίας Περικλής Μαντάς, ο οποίος στην ερώτησή του αναφέρει συγκεκριμένα ότι παρά τις επιτυχημένες ενέργειες της Κυβέρνησης για την εξαίρεση του ελαιολάδου από τους αμερικανικούς δασμούς, καθώς και την πολύ καλή φετινή παραγωγή σε ποιότητα και ποσότητα, οι τιμές είναι ιδιαίτερα χαμηλές, προκαλώντας συνθήκες ασφυξίας στους ελαιοπαραγωγούς και ζητά κυβερνητική παρέμβαση για την λήψη μέτρων και την στήριξη των ελαιοπαραγωγών της χώρας
Κατά τον κ. Μαντά οι αιτίες του προβλήματος είναι πολλαπλές και συνδέονται με την χύμα διακίνηση του μεγαλύτερου ποσοστού της εγχώριας παραγωγής ελαιολάδου, με την άμεση εξάρτηση της ελληνικής αγοράς από την ιταλική και την ισπανική, με την καθυστερημένη και περιορισμένη αποτελεσματικότητα του μέτρου ιδιωτικής αποθεματοποίησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και με πιθανές αθέμιτες πρακτικές ισπανικών εταιριών εμπορίας ελαιολάδου, που στρέφονται έμμεσα κατά των Ελλήνων παραγωγών.
Στην ερώτησή του ο κ. Μαντάς ζητάει την λήψη μέτρων για την ενίσχυση της διάθεσης του ελληνικού ελαιολάδου, την προώθηση και προβολή του στις διεθνείς αγορές, την ελάφρυνση του κόστους παραγωγής, την βελτίωση της αποτελεσματικότητας της ιδιωτικής αποθεματοποίησης και περισσότερους ελέγχους για τυχόν αθέμιτες πρακτικές εταιριών εμπορίας ελαιολάδου.
Το πλήρες κείμενο της ερώτησης:
« Είναι γεγονός ότι το ελληνικό ελαιόλαδο αποτελεί τόσο για τη Μεσσηνία, όσο και για την Πελοπόννησο, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα, ένα προϊόν υψηλής ποιότητας και με μεγάλο και σημαντικό οικονομικό αποτύπωμα στις τοπικές κοινωνίες. Είναι επίσης γεγονός ότι οι παραγωγοί ελαιολάδου αντιμετώπισαν πέρυσι μια ιδιαίτερα άσχημη χρονιά, κυρίως λόγω προβλημάτων στην ποιότητα αλλά και στην ποσότητα του παραχθέντος ελαιολάδου, με αποτέλεσμα ειδικά στη Μεσσηνία να προκληθεί οικονομική ζημιά, που εκτιμάται ότι έφθασε στο ύψος των 100 εκατ. ευρώ.
Παρ’ όλες τις επιτυχημένες ενέργειες της Κυβέρνησης και του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων για την εξαίρεση του ελληνικού ελαιολάδου από τους δασμούς των ΗΠΑ, αλλά και της εξαιρετικής ποιότητας και ποσότητας μεσσηνιακού ελαιολάδου που παράχθηκε φέτος, με βάση τα έως τώρα δεδομένα, η φετινή χρονιά διαμορφώνεται με εξίσου άσχημο τρόπο για τους μεσσήνιους παραγωγούς, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια νέα οικονομική ζημιά που υπολογίζεται πάλι περίπου στα 100 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω χαμηλής τιμής πώλησης του προϊόντος.
Γίνεται έτσι φανερό ότι το πρόβλημα της φετινής χαμηλής τιμής του ελαιολάδου είναι πιο σύνθετο απ’ ότι αρχικά είχε εκτιμηθεί, ενώ δομικά προβλήματα της ελληνικής ελαιουργίας φαίνεται ότι επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Ένα από τα βασικότερα ζητήματα που σχετίζεται με το πρόβλημα αφορά στη μη τυποποίηση του ελληνικού ελαιολάδου και την χύμα διακίνηση του μεγαλύτερου ποσοστού της εγχώριας παραγωγής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ελληνική παραγωγή να εξαρτάται άμεσα από την ζήτηση που διαμορφώνεται στην ιταλική και την ισπανική αγορά, οι οποίες αποτελούν τους κύριους αγοραστές του ελληνικού ελαιολάδου. Ειδικά δε φέτος, που υπάρχει μεγάλο πλεόνασμα ιταλικών και ισπανικών αποθεμάτων, σε συνδυασμό με την επιβολή των αμερικανικών δασμών στο ισπανικό ελαιόλαδο αλλά και την αύξηση του ανταγωνισμού λόγω της συμμετοχής της Πορτογαλίας, της Τυνησίας και της Αλγερίας στην παγκόσμια αγορά ελαιολάδου, φαίνεται ότι η αγορά οδηγείται σε μειωμένη ζήτηση για ελληνικό ελαιόλαδο υψηλής ποιότητας, προκαλώντας έτσι ασφυκτικές συνθήκες στους Έλληνες παραγωγούς.
Επιπλέον με βάση τα έως σήμερα στοιχεία, φαίνεται ότι υπήρξε καθυστερημένη αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ενεργοποίηση του μηχανισμού ιδιωτικής αποθεματοποίησης και για τον λόγο αυτό τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα. Στις 26/11 έληξε η προθεσμία της 1ης πρόσκλησης για το μέτρο, χωρίς να υπάρξει ελληνική συμμετοχή. Γίνεται έτσι φανερό ότι η συγκεκριμένη πολιτική κρίθηκε από την αγορά ως μη ικανοποιητική, αφού η προσφερόμενη τιμή δεν κινητοποίησε ούτε τους ξένους παραγωγούς, ώστε να αποσύρουν ποσότητες έξτρα παρθένου ελαιολάδου, ενώ φαίνεται ότι υπήρξαν και βάσιμοι φόβοι για υποβάθμιση του προϊόντος.
Τέλος πρόσφατα δημοσιεύματα ήρθαν στο φως της δημοσιότητας κάνοντας αναφορά σε μια ιδιότυπη «συνεργασία» ανάμεσα σε ισπανικές και ελληνικές εταιρίες εμπορίας ελαιολάδου. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα αυτά, οι ισπανικές εταιρίες προσπαθώντας να αποφύγουν τους αμερικανικούς δασμούς, προσεγγίζουν τις αντίστοιχες ελληνικές εταιρίες, ώστε να μεταφερθούν στην Ελλάδα μεγάλες ποσότητες ισπανικού ελαιολάδου και στην συνέχεια αυτό να εξαχθεί ως ελληνικό στις ΗΠΑ, είτε μέσω σχετικών προσμίξεων, είτε ακόμα και χωρίς αυτές. Μια τέτοια αθέμιτη πρακτική θα μπορούσε να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την φετινή καθήλωση των τιμών του ελαιολάδου.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι σε μια θεωρητικά καλή χρονιά για τους τοπικούς παραγωγούς ελαιολάδου της Μεσσηνίας, στην απόδοση της οποίας υπολόγιζαν ότι θα βοηθούσε για να απορροφηθεί η περυσινή οικονομική ζημιά, έχουν διαμορφωθεί συνθήκες που κρατούν ιδιαίτερα χαμηλά την τιμή του προϊόντος, που προκαλούν οικονομική ασφυξία στις τοπικές οικονομίες και που καθιστούν την ελαιοσυγκομιδή και την παραγωγή υψηλής ποιότητας ελαιολάδου μια οικονομικά ασύμφορη δραστηριότητα για πολλούς παραγωγούς και για δύο συναπτά έτη.
Κατόπιν των ανωτέρω, ερωτάσθε:
1. Σε ποια μέτρα θα προβεί το υπουργείο σας για την ενίσχυση της διάθεσης ελληνικού τυποποιημένου ελαιολάδου;
2. Ποιο είναι το σχέδιο του υπουργείου για την προβολή και την προώθηση του ελληνικού ελαιολάδου στις διεθνείς αγορές;
3. Είναι εντός των σχεδιασμών του υπουργείου η έμμεση ενίσχυση των παραγωγών ελαιολάδου, μέσω μέτρων ελάφρυνσης του κόστους παραγωγής;
4. Σε ποιες ενέργειες θα προβείτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε το μέτρο της ιδιωτικής αποθεματοποίησης να γίνει περισσότερο αποτελεσματικό;
5. Σε ποιους ελέγχους και σε ποια μέτρα θα προβείτε ώστε να αντιμετωπιστεί η ενδεχόμενη αθέμιτη πρακτική ισπανικών εταιριών εμπορίας ελαιολάδου για παράκαμψη των αμερικανικών δασμών, η οποία όμως στρέφεται κατά των Ελλήνων παραγωγών;»