Connect with us
Επιμελητηρίο

Ειδησεις απο Καλαματα

Ιστορική αναδρομή: Η Απελευθέρωση των Καλαμών 23 Μαρτίου 1821

Ανέβηκε

στις

Ιστορική αναδρομή: Η Απελευθέρωση των Καλαμών 23 Μαρτίου 1821 1
Κοινοποιησέ το

Τέλη Νοεμβρίου του 1820 ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη, έλαβε 90.000 γρόσια από την τοπική Εφορεία της Φιλικής Εταιρείας για να μεταβεί στον Μοριά, προκειμένου να προετοιμάσει τους Ραγιάδες για το μεγάλο ξεσηκωμό. Πρώτα όμως επισκέφτηκε τις Κυδωνίες στη Μ. Ασία, όπου παρήγγειλε ένα φορτίο με πολεμοφόδια και μπαρούτι με προορισμό τη Μάνη. Οι κάτοικοι των Κυδωνιών (Αϊβαλή στα νεότερα χρόνια), οι περισσότεροι ξεριζωμένοι Μοραΐτες μετά τα Ορλοφικά, είχαν ανταποκριθεί στο κάλεσμα της Φιλικής Εταιρείας να ενισχύσουν το σχέδιό της για ξεσηκωμό στον Μοριά με την αποστολή πολεμοφοδίων. Το σχετικό γράμμα έγραφε:

«Η ώρα ήλθεν, ω Έλληνες της Κυδωνίας! Ενωθείτε, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι. Η Πατρίς, μας προσκαλεί. Είναι προς τούτοις αναγκαίον, να ευρεθεί μετά έξ εβδομάδας από την σήμερον, ένα καλά αρματωμένον καράβιον, αλλά περί τούτου ομιλείται μετά του αγαπητού μας και φιλοπάτριδος Αρχιμανδρίτου Δικαίου και διατάττεται το πράγμα καλύτερον. Εμείς δε, σας βεβαιώνουμε, ότι η πατρίς θέλει βραβεύσει το ζήλον σας, με τα πλούσιά της δώρα, δόξαν, ευγένειαν, τιμάς και αξιώματα».

Έτσι, αρχές Μαρτίου, η αποστολή πολεμοφοδίων ήταν έτοιμη να περάσει στις απέναντι ακτές. Με απόλυτη μυστικότητα και μεγάλη προσοχή, ο καπετάν Χριστόδουλος Μέξης φόρτωσε στη σκούνα που διέθεσε δωρεάν ο φιλικός Ποριώτης Μάνεσης Χατζηαναστάσης τα πολεμοφόδια από τους Αϊβαλιώτες και τους Σμυρνιούς, με προορισμό την Πελοπόννησο. Το πλοίο ΔΗΜΗΤΡΑ, με Κυβερνήτη το γιό του Μάνεση Γεώργιο, απέπλευσε από το λιμάνι της Σμύρνης, κατάφερε και πέρασε όλα τα θαλάσσια μπλόκα, και αφού έκανε μία πρώτη στάση στον Πόρο, αγκυροβόλησε στην Καρδαμύλη, αναμένοντας τις οδηγίες του Παπαφλέσσα για το σημείο που θα ξεφορτωνόταν το μπαρούτι (Φωτίου Χρυσανθόπουλου. Ο Βίος του Παπαφλέσσα, σελ. 29).

Ο Αρχιμανδρίτης αξιολογώντας την κατάσταση, αποφασίζει η εκφόρτωση να γίνει στον Αλμυρό. Έτσι, το πλοίο αγκυροβολεί τελικά στο λιμανάκι του Αλμυρού στις 17 Μαρτίου. Εκείνη την περίοδο ο Αλμυρός ήταν το κυριότερο αγκυροβόλιο των Β.Α. ακτών του Μεσσηνιακού Κόλπου κοντά στην Καλαμάτα, αλλά και στη Μάνη, όπου περίμεναν οι Μανιάτες οπλαρχηγοί. Την ίδια ημέρα, 17 Μαρτίου, ο Παπαφλέσσας ειδοποιεί τον αδελφό του Νικήτα και τον Νικηταρά, ότι έφτασε το πολύτιμο φορτίο στον Αλμυρό και τους έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες και κατευθύνσεις.

Ο Νικηταράς με τον Αναγνωσταρά, οι οποίοι βρίσκονταν στο Μοναστήρι του Μαρδατσίου της Μεγάλης Αναστάσοβας, μόλις παίρνουν το μήνυμα ότι το πλοίο της λευτεριάς είχε καταπλεύσει στον Αλμυρό, συγκεντρώνουν 250 Πισινοχωρίτες και Σαμπαζιώτες πολεμιστές με 200 ζώα και με επικεφαλής το Νικηταρά αναχωρούν νύχτα για το λιμάνι του Αλμυρού.

Ο Παπαφλέσσας παράλληλα στέλνει αγγελιοφόρο στις Κιτριές, για να παραδώσει το παρακάτω μήνυμα στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, στον οποίο ανήκε η δικαιοδοσία της περιοχής του Αλμυρού: «Το καράβι που σου ‘πα έφθασε. Έχει τα όπλα και τα βαρούτια και τα μολύβια που χρειάζονται για ν’ αρχίσει ο αγώνας. Δώσε μπουγιουρντί στους ανθρώπους σου στο κουμέρκι (τελωνείο) του Αλμυρού να πάει το φορτίο στον Αη Λιά. Και για το δίκιο σου πάρε αυτούς τους χίλιους μαχμουτιέδες, που σου δίνει η Εταιρεία. Κάντους όπως θες».

Ο Νικήτας Δικαίος ή Φλέσσας, όταν έφτασε στις Κιτριές, παρέδωσε τα χρήματα και έλαβε την άδεια. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το λιμανάκι του Αλμυρού. Όταν έφθασε εκεί πήρε 50 από τα οπλισμένα παλικάρια και μπήκε στο πλοίο του καπετάν Μέξη, για να λάβει ένα μικρό μέρος των πολεμοφοδίων, όπως είχε συμφωνηθεί όταν έλαβε την άδεια. Κατέφθασε όμως και ο Νικηταράς. Καθώς ήταν νύχτα εισήλθε στο πλοίο με τα παλληκάρια του και άρχισαν να ξεφορτώνουν κρυφά περισσότερα βαρέλια. Τα έβαζαν στις βάρκες και οι Σελιτσάνοι τα έβγαζαν γρήγορα στη στεριά. Ύστερα τα φόρτωσαν σε 200 μουλάρια. Μέχρι και τα παλικάρια πήραν στους ώμους τους από ένα βαρελάκι μπαρούτι και έτρεχαν, για να προλάβουν να μην ξημερώσει και γίνουν αντιληπτοί.

Έτσι, το καραβάνι της λευτεριάς με τους άντρες του Νικηταρά, και του Νικήτα Δικαίου (Φλέσσα) ξεκίνησε από τον Αλμυρό για να μεταφέρει τα πολεμοφόδια στις ασφαλείς τοποθεσίες του Προφήτη Ηλία και του Μαρδατσίου, με τους Πισινοχωρίτες έτοιμους για το Μεγάλο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα απέναντι στους Οθωμανούς.

Την επομένη το μπαρούτι φτάνει στα Μοναστήρια του Προφήτη Ηλία Καλαμάτας και του Μαρδατσίου της Μεγάλης Αναστάσοβας. Εκεί, με το χαρτί από τις βιβλιοθήκες φτιάχνονται φυσέκια για τον Αγώνα.

Σημειώνεται ότι στα μοναστήρια της Βελανιδιάς και στο παρακείμενο του Προφήτη Ηλία της Καλαμάτας, μόλις είχε συγκροτηθεί το πρώτο επαναστατικό στρατόπεδο στον Τουρκοκρατούμενο Μοριά.

Όταν ο Αρναούτογλου έμαθε πως το φορτίο του πλοίου μετέφεραν ένοπλοι χωρικοί, ζήτησε να μάθει τι περιείχε και πήρε την απάντηση πως μετέφερε λάδι και πως οι χωρικοί ήταν ένοπλοι γιατί φοβούνταν τους ληστές. Επειδή όμως ο Τούρκος Διοικητής δεν πείστηκε, κάλεσε τους προκρίτους της πόλης για να τους μεταφέρει την ανησυχία του. Οι τελευταίοι κατάφεραν να τον πείσουν ότι οι 150 Τούρκοι φρουροί της πόλης δεν ήταν αρκετοί για να προστατευτεί η Καλαμάτα από επικίνδυνους ληστές που δρούσαν στην περιοχή και πως έπρεπε να ζητήσει ενισχύσεις από τους Μανιάτες, πράγμα το οποίο έπραξε. Οργάνωσε μάλιστα και υποδοχή σαν να επρόκειτο για δύναμη του Σουλτάνου.

Έτσι στις 20 Μαρτίου έφτασαν στην πόλη της Καλαμάτας 150 Μανιάτες με αρχηγό τον Ηλία Μαυρομιχάλη, γιο του Πετρόμπεη. Ο Ηλίας κατόρθωσε να τον πείσει, ότι χρειάζονταν κι άλλες ενισχύσεις γιατί επρόκειτο να επιτεθούν κλέφτες στην Καλαμάτα, με σκοπό να τη λεηλατήσουν (Φωτίου Χρυσανθόπουλου. Ο Βίος του Παπαφλέσσα σελ. 29 έως 32).

Εν τω μεταξύ, ο Παπαφλέσσας με άλλους καπεταναίους είχαν πείσει τον Πετρόμπεη να γίνει αρχηγός του αγώνα τους και περίμεναν συγκεντρωμένοι στις Κιτριές, έξω από την Καλαμάτα. Είχε προηγηθεί μάλιστα, στις 17 Μαρτίου, δοξολογία για την επανάσταση, στην Αρεόπολη, στον ναό των Ταξιαρχών. Έτσι το κάλεσμα του Αρναούτογλου για ενισχύσεις ήταν η ευκαιρία που περίμεναν οι επαναστάτες για να καταλάβουν την πόλη.

Το βράδυ της 20ης Μαρτίου είναι όλα έτοιμα. Στο μοναστήρι της Βελανιδιάς έχουν μαζευτεί 1.600 παλληκάρια (κυρίως Αμφειείς, Γαραντζιώτες, Δυρραχίτες, Πισινοχωρίτες και Σαμπαζιώτες). Επικεφαλής των επαναστατών ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς, ο Παναγιώτης Κεφάλας, ο Παπά Τούρτας, ο Μητροπέτροβας, ο Νικηταράς, ο Γιώργης Βασιλάκης, ο Παπά Πολυζώης Κουτουμάνος, ο Θεοφίλης Μασουρίδης, ο Γιώργης Σάλμας, ο Γιάννης Στρούμπος, ο Τζαννέτος Λάζαρος, ο Αντώνης Παπαδάκης (Βουτζής) και άλλοι.

Στις 22 Μαρτίου οι επαναστάτες, πλησιάζουν την Καλαμάτα, χωρίζονται σε τρία σώματα, πιάνουν τους κυριότερους δρόμους που οδηγούν στην πόλη και αρχίζουν να την πολιορκούν.

Στα Καλύβια παρατάχθηκαν 400 άντρες υπό τον Ηλία Δικαίο (Φλέσσα).

Στις Τούρλες τοποθετήθηκαν ο Νικήτας Δικαίος (Φλέσσας), ο Π. Κεφάλας, ο Ι. Στρούμπος ο Γ. Βασιλάκης, ο Τζ. Λάζαρος και ο Θ. Μασουρίδης με 400 άντρες.

Στην Αγιάννα παρατάχθηκαν ο Νικηταράς, ο Μητροπέτροβας, ο Ιωάν. Καρακίτσος από του Κατσαρού, ο Αλεξόπουλος και οι Μπουραίοι με 300 άντρες (Δ. Χ. Δουκάκη, σελ. 220, 222).

Ο Παπαφλέσσας, με τον Αναγνωσταρά, τον Αντώνη Παπαδάκη (Βουτσή) και 500 άντρες έπιασαν το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Έμεινε ελεύθερη μόνο η έξοδος προς τη Μάνη, από όπου αναμένονταν οι Μανιάτες.

Από το απόγευμα της 22ας Μαρτίου έως το πρωί της επόμενης ημέρας, κατέφθασαν και πήραν θέσεις στα υψώματα γύρω από την Καλαμάτα, 2000 περίπου ένοπλοι της Δυτικής Σπάρτης (Μάνης). Αυτοί είχαν αρχηγούς, τους Μούρτζινους, τους Κουμουντουράκηδες, τους Κυβέλλους, τους Χρηστέηδες, τον Παναγιώτη Βενετσανάκο, τον Πετρόμπεη και το Θ. Κολοκοτρώνη.

Ωστόσο, με την είσοδο των επαναστατών στην Καλαμάτα, στις 23 Μαρτίου, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης συμβούλευσε τον Αρναούτογλου να εγκαταλείψει τις σκέψεις για αντίσταση, αφού αυτή θα ήταν μάταιη και να παραδοθεί. Έτσι την ίδια ημέρα στις 1:00 η ώρα το μεσημέρι ο Τούρκος Διοικητής παρέδωσε με έγγραφη συμφωνία την πόλη και τον οπλισμό της φρουράς, με όρο τη διασφάλιση της ζωής των Τούρκων. Το γεγονός αυτό είναι η πρώτη πολεμική επιτυχία της επανάστασης.

Ο Πετρόμπεης, που είχε ήδη αναγνωριστεί «Αρχιστράτηγος των Σπαρτιατικών Στρατευμάτων» μετά από σύσκεψη των πολεμικών αρχηγών και προκρίτων, έδωσε όρκο ότι θα αγωνισθεί μέχρις εσχάτων για την ελευθερία της πατρίδας. Ορκίστηκαν και όλοι οι πολεμιστές σηκώνοντας το χέρι. Την ίδια μέρα συστήθηκε υπό τον Πετρόμπεη και με τη συμμετοχή προκρίτων και αρχηγών της Μάνης και της Μεσσηνίας, μια δεκαμελής επιτροπή η οποία σε κάποια έγγραφα ονομάζεται «Μεσσηνιακή Γερουσία» και σε άλλα «Σύγκλητος η εν Καλαμάτα». Αυτή θεωρείται η πρώτη πολιτική εξουσία της ελεύθερης Ελλάδας. Δεν είναι απολύτως γνωστά τα πρόσωπα που μετείχαν σ’ αυτή την επιτροπή. Την προκήρυξη1 υπογράφει μόνον ο Πετρόμπεης με ημερομηνία 23 Μαρτίου, με την οποία ανακοινώνεται διεθνώς ή Κήρυξη της Επανάστασης.

Ο πρώτος Πρωθυπουργός του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους και Ιστοριογράφος Σπυρίδων Τρικούπης, στη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως τ. Α΄, σελ. 369. Γράφει: «Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα, ότι εν τη Μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτον η σημαία της Ελληνικής Επαναστάσεως».

Την επόμενη ημέρα 24 Μαρτίου, οι δυνάμεις των εξεγερμένων Ελλήνων, με τους ηγέτες τους, συγκεντρώνονται στο χείλος του ποταμού Νέδοντα, με τους Ιερείς να κρατούν στα χέρια τους το Ιερό ευαγγέλιο και τις Άγιες εικόνες από παρόχθιο του Νέδοντα Ιερό Ναό2 , όπου τελείται δοξολογία, προεξάρχοντος του Αρχιμανδρίτη Γρηγόριου Δικαίου και ευλογείται η επαναστατική σημαία.

Στη συνέχεια, έγινε σύσκεψη των οπλαρχηγών κατά την οποία συζητήθηκαν μεταξύ άλλων οι επόμενες επαναστατικές ενέργειες. Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να προχωρήσουν όλοι μαζί προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου, με σκοπό να προλάβουν την περαιτέρω ενίσχυση της Τριπολιτσάς, η οποία έπρεπε να είναι ο βασικός στόχος των επαναστατών. Αντίθετα, οι Μεσσήνιοι και ο Πετρόμπεης ήθελαν να πολιορκηθούν τα Μεσσηνιακά κάστρα των επαρχιών Μεθώνης και Κορώνης, τα οποία αποτελούσαν κίνδυνο για τους Έλληνες των περιοχών αυτών. Τελικά αποφασίστηκε ο Πετρόμπεης με τους πιο ηλικιωμένους προκρίτους να μείνουν στην Καλαμάτα για να συντονίζουν τις επιχειρήσεις και τον ανεφοδιασμό των αγωνιστών. Ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Γιατράκος και ο Κρεββατάς να κινηθούν προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου. Οι υπόλοιποι επαναστάτες οπλαρχηγοί Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς κλπ. να πολιορκήσουν τα Μεσσηνιακά κάστρα.

Οι Πισινοχωρίτες αγωνιστές μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας, εντάσσονται στις δυνάμεις διαφόρων μεγάλων οπλαρχηγών, ανάλογα με την επιρροή που ασκούσαν στους γόνους των μεγάλων οικογενειών οι οπλαρχηγοί αυτοί. Ορισμένες ολιγομελής ομάδες εντάχθηκαν σε άλλους μικρότερους Οπλαρχηγούς. Τα βασικά τμήματα ήταν τρία και κινήθηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις ως ακολούθως.

Το πρώτο τμήμα κινήθηκε προς τα Πισινά Χωριά και κατευθύνθηκε στο Μυστρά. Όταν φθάνουν στο Μυστρά εντάσσονται στο Σώμα των Μυστριωτών, υπό τις διαταγές των Παναγιώτη Γιατράκου και Παναγιώτη Κρεββατά, (Στρατιωτικός Διοικητής και Πολιτάρχης αντίστοιχα), της Επαρχίας Μυστρά, στην οποία ανήκαν τα Πισινά Χωριά και κατευθύνονται προς την Τριπολιτσά.

Το δεύτερο τμήμα εντάχτηκε στις δυνάμεις του Νικηταρά, πέρασε από τα Πισινά Χωριά, τα Σαμπάζικα και κατευθύνθηκε προς το Λεοντάρι.

Ενώ το τρίτο τμήμα ακολούθησε τους Αντώνη, Ηλία και Γιάννη Μαυρομιχάλη, τον Παπαφλέσσα και τον Αναγνωσταρά, οι οποίοι κατευθύνθηκαν προς τα Μεσσηνιακά φρούρια.

Αναλυτική περιγραφή των γεγονότων που προηγήθηκαν, αλλά και αυτών που ακολούθησαν κατά την απελευθέρωση των Καλαμών, με μικροδιαφορές, μας δίνουν έγγραφα της εποχής εκείνης από τους: Φώτιο Χρυσανθόπουλο ή Φωτάκο (Υπασπιστή του Θ. Κολοκοτρώνη), στο βιβλίο ο Βίος του Παπαφλέσσα2, σελ. 29 μέχρι 33 και Αμβρόσιο Φραντζή, στην Ιστορία της Αναγεννηθείσης Ελλάδος3, σελ. 327 μέχρι 337.

 

Κρίσεις & Σχόλια.

Μελετώντας τα κείμενα διαφόρων Απομνημονευτών και Ιστοριογράφων, παρατηρούμε ότι υπάρχει απόκλιση μεταξύ τους, σχετικά με τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν και αμέσως μετά την απελευθέρωσης της Καλαμάτας. Στη συνέχεια θα καταβληθεί προσπάθεια ανάλυσης και εξαγωγής προσωπικών απόψεων και συμπερασμάτων.

α. Για τα μπαρουτόβολα τα οποία είχαν στείλει στο Γρηγόριο Δικαίο, οι Έλληνες της Σμύρνης και έφθασαν στη Μάνη στα μέσα Μαρτίου, παρατηρείται διαφωνία, αν η εκφόρτωση έγινε στην Καρδαμύλη ή στον Αλμυρό, αν τα παρέλαβε ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή ο Νικήτας Δικαίος (Φλέσσας) και αν μεταφέρθηκαν στη Μονή Μαρδατσίου της Μεγάλης Αναστάσοβας ή στη μονή του Προφήτη Ηλία της Καλαμάτας.

Το πιο πιθανό είναι να προοριζόταν για την Καρδαμύλη όπως αναφέρουν ο Αμ. Φραντζής και ο Ι. Φιλήμων αλλά τελικά, μάλλον με εντολή του Παπαφλέσσα, το πλοίο προσορμίστηκε στο Αλμυρό όπως αναφέρει ο Φωτάκος και οι τοπικές παραδόσεις στα Πισινά Χωριά. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η Καρδαμύλη είναι μακριά και ο χρόνος από τις 18 μέχρι τις 22 Μαρτίου είναι πολύ μικρός, για να διαδραματιστούν όλα αυτά τα γεγονότα που αναφέρουν οι απομνημονευτές ότι διαδραματίστηκαν.

Όσο για το ποιοί και πού μεταφέρθηκαν τα μπαρουτόβολα, θεωρώ ότι ο Παπαφλέσσας ανέθεσε την παραλαβή και μεταφορά, στον αδελφό του Νικήτα και στο Νικηταρά οι οποίοι μετέφεραν όσα ήταν για άμεση χρήση στον Προφήτη Ηλία και τα υπόλοιπα στο Μαρδάτσι4 για λόγους τακτικής και ασφάλειας.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην Ι. Μ. Μαρδατσίου, είχαν μονάσει Ηγούμενοι και Μοναχοί οι οποίοι ήσαν άριστοι πρακτικοί γιατροί. Σύμφωνα με την παράδοση, ένας Ηγούμενος είχε γιατρέψει την κόρη του Σουλτάνου. Ο Σουλτάνος για να ευχαριστήσει τον Ηγούμενο του έδωσε φιρμάνι με το οποίο απαγορευόταν να πλησιάσουν Τούρκοι στο Μοναστήρι και τα γύρω από αυτό κτήματα. Αποτέλεσμα του προνομίου αυτού ήταν η κλεφτουριά να βρίσκει πολλές φορές εκεί ασφαλές καταφύγιο. Για το λόγο αυτό, επιλέχτηκε το εν λόγω Μοναστήρι σαν χώρος προσωρινής αποθήκευσης μέρους από τα μπαρουτόβολα που έστειλαν οι φιλικοί.

β. Σχετικά με την Προκήρυξη1, αν σταθούμε στην πρώτη παράγραφο, καθώς και στην ημερομηνία υπογραφής παρατηρούμε ότι. Η Προκήρυξη στέλνεται εκ μέρους του Αρχιστρατήγου των Σπαρτιατικών Στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλη και εκ μέρους της Μεσσηνιακής Συγκλήτου, με ημερομηνία υπογραφής από τον Μαυρομιχάλη 23 Μαρτίου. Για να υπάρχουν αυτά τα στοιχεία στην Προκήρυξη, συμπεραίνουμε, ότι δεν είναι δυνατόν να αποφασίστηκε εκείνη την ημέρα, η ονομασία Σπαρτιατικά Στρατεύματα και να συστήθηκε η Μεσσηνιακή Σύγκλητος. Δεν είναι δυνατόν όλα αυτά να αποφασίζονται και υλοποιούνται σε μια ημέρα και μάλιστα ημέρα αναταραχής.

Οπότε είναι πολύ πιθανό, να είχε αποφασιστεί από καιρό η απελευθέρωση της Καλαμάτας με συγκεκριμένο σχέδιο, εμπνευστής του οποίου ήταν ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος. Από καιρό επίσης θα πρέπει να είχε αποφασιστεί και το πνεύμα της Προκήρυξης, αν όχι το πλήρες κείμενο, πράγμα το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο ιστορικό γεγονός των ημερών εκείνων για το νεώτερο Ελληνισμό.

γ. Σχετικά με την δοξολογία και το Ντοκουμέντο του Παπαπολυζώη Κουτουμάνου, οι γραπτές μαρτυρίες της εποχής δεν αναφέρουν από ποιο ναό παραλήφτηκε το Ιερό ευαγγέλιο και οι Άγιες εικόνες προκειμένου να γίνει η δοξολογία στο χείλος του ποταμού Νέδοντα. Σε δευτερογενείς πηγές επικράτησε η άποψη ότι η δοξολογία έγινε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων, επειδή στην εποχή τους, ήταν ο μόνος σωζόμενος ναός στην περιοχή αλλά και με βάση ένα έγγραφο (ψευτοντοκουμέντο) του Παπαπολυζώη Κουτουμάνου.

Έχει καταστεί σαφές από όλους τους Ιστοριοδίφες και μελετητές της Ιστορίας, καθώς και από τον συγγραφέα του παρόντος, ότι το παρουσιαζόμενο από το 1948 χειρόγραφο του Παπαπολυζώη Κουτουμάνου, εκ μέρους του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Γραμμάτων Καλαμάτας είναι πλαστό. Πιθανός συντάκτης εκτιμάται πως είναι ο Γιάννης Π. Αναπλιώτης Ιστοριοδίφης – Δημοσιογράφος, με συνεργό τον Αναστάσιο Τζ. Κουτουμάνο (Γίγας) από τη Σίτσοβα, πρόεδρο του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Γραμμάτων Καλαμάτας. Σκοπός του εγγράφου αυτού ήταν, να βοηθήσει στην προσπάθεια που καταβαλλόταν τότε, να οριστεί η 23 Μαρτίου ημέρα της απελευθέρωσης της Καλαμάτας, ως Εθνική Εορτή. Στο χειρόγραφο αυτό, οι κατασκευαστές του ιστορικού ψέματος, αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι, η δοξολογία έγινε στον Ι. Ναό των Αγίων Αποστόλων (βλ. τ. Γ΄, μέρος I΄ κεφ. Κουτουμάνος Πολυζώης σελ. 154).

Το 1984 ο Ιστοριοδίφης Νίκος Ζερβής, επικαλούμενος μεταξύ άλλων ομιλία του δασκάλου Αδαμάντιου Ιωαννίδη το έτος 1865, απέδειξε ότι η δοξολογία για την απελευθέρωση της Καλαμάτας δεν ξεκίνησε από το Παρεκκλήσι των Αγίων Αποστόλων, αλλά από τον Ενοριακό Ι. Ν. του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, μετά την τέλεση της θείας Λειτουργίας. Διευκρινίζεται ότι ο εν λόγω Ναός ήταν αρχικά βυζαντινός ο οποίος καταστράφηκε στα Ορλοφικά το 1770 και ανοικοδομήθηκε πριν από την Επανάσταση του 1821. Στη συνέχεια καταστράφηκε από τον Ιμπραήμ το 1825 και ανοικοδομήθηκε εκ νέου το 1865 (Νίκου Ζερβή: Που έγινε η πρώτη δοξολογία στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821. Ανάτυπο από τα Πρακτικά Β΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών 27 – 29 Νοεμβρίου 1984).

δ. Αξίζει να σημειωθεί ότι, η επέτειος της 23ης Μαρτίου από το 1822 έως το 1946 περιέπεσε στην λήθη, αφού μέχρι τότε δεν έχουμε καμιά γραπτή αναφορά, σε αντίθεση με την 25η Μαρτίου για την οποία υπάρχουν πάρα πολλές σε εφημερίδες και περιοδικά.

Το 1946 ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Δασκαλάκης, όρισε επιτροπή με πρόεδρο το δημοσιογράφο Γιάννη Αναπλιώτη, με σκοπό την εκδήλωση των απαιτουμένων ενεργειών προκειμένου η 23η Μαρτίου, να αναγνωρισθεί επίσημα ως εθνική εορτή από την Κυβέρνηση. Επειδή οι προσπάθειες της επιτροπής που είχε ορίσει ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας καθυστερούσαν και δεν προχωρούσαν, το 1947 ξεκίνησε ανεπίσημα ο εορτασμός της επετείου με πρωτοβουλία του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Γραμμάτων Καλαμάτας (Διδαχή 15 Απριλίου 1947).

Λίγες ημέρες αργότερα ο Μητροπολίτης, αναχώρησε από την Καλαμάτα για την Αθήνα, προκειμένου να παρέμβει ο ίδιος προς τους Κυβερνόντες για την επίλυση του θέματος. Όταν έφτασε στην Αθήνα ο φωτισμένος και δυναμικός Ιεράρχης, αναστάτωσε τους πάντες και τα πάντα, καταφέρνοντας να εξασφαλίσει την επίσημη αναγνώριση.

Στις 17 Απριλίου 1947 υπεγράφη από τον τότε Βασιλιά Παύλο και τον τότε υπουργό Εσωτερικών Γεώργιο Παπανδρέου το πιο κάτω Βασιλικό Διάταγμα, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ / Α 72 / 19 Απριλίου 1947:

«Επιθυμούντες όπως, η επέτειος της 23ης Μαρτίου 1821 καθ’ ην η πόλις των Καλαμών, απετίναξε πρώτη τον Τουρκικόν ζυγόν, εορτάζηται ως εμπρέπει εις το ιστορικόν τούτο γεγονός, προτάσσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:

1). Την 23 Μαρτίου θα εορτάζεται, ως τοπική εορτή, η επέτειος της απελευθερώσεως της πόλεως των Καλαμών.

2). Κατά ταύτην θα τελείται εις τον εν Καλάμαις διασωζόμενον ιστορικόν Φραγκοβυζαντινόν Ναόν των Αγίων Αποστόλων δοξολογία εις ανάμνησιν της ιστορικής ημέρας και επιμνημόσυνος δέησις υπέρ των ηρώων της Ελευθερίας.

Εις τον επί των Εσωτερικών Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος».

Από το 1948 και μετά ξεκινάει πλέον επίσημα ο εορτασμός της επετείου με δοξολογία στο Ναό των Αγίων Αποστόλων και κατάθεση στεφάνων στην προτομή του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.

Στις 23 Μαρτίου 1952 τελείται με λαμπρότητα η Δοξολογία στον Ι. Ναό των Αγίων Αποστόλων παρουσία του Βασιλιά Παύλου, της Βασίλισσας Φρειδερίκης και του Διαδόχου Κωνσταντίνου.

Μετά την κατάθεση στεφάνων και το τρισάγιο πραγματοποιείται, για πρώτη φορά η αναπαράσταση απελευθέρωσης της πόλης από μαθητές των Γυμνασίων ντυμένους με στολές της εποχής του 1821 (Διδαχή Ιούνιος 1952).

Από τότε οι εκδηλώσεις για την επέτειο της 23ης Μαρτίου έχουν εδραιωθεί και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Με τη διαφορά, ότι με την πάροδο του χρόνου κατασκευάστηκε ειδικό μνημείο που γίνεται η κατάθεση στεφάνων και οι υποδυόμενοι τους οπλαρχηγούς μαθητές αντικατεστάθησαν αρχικά από στρατιώτες και στη συνέχεια από ερασιτέχνες ηθοποιούς.

Επισημαίνεται ότι η 23η Μαρτίου παρέμεινε ως ημέρα αργίας και τοπικής εορτής στην Καλαμάτα μέχρι το 1981. Από το έτος 1982 μέχρι σήμερα, ως ημέρα αργίας και τοπικής εορτής, καθιερώθηκε η 2α Φεβρουαρίου, ημέρα εορτασμού της Πολιούχου Καλαμάτας ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. Ο λόγος που επέβαλε την αλλαγή αυτή από την Ελληνική Πολιτεία είναι, ότι στις 2 Φεβρουαρίου του έτους 1981 κατά την διάρκεια προγραμματισμένης εκπαιδευτικής πτήσης στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Καλαμάτας, συνέβη αεροπορικό ατύχημα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την πτώση και ολοσχερή καταστροφή αεροσκάφους Τ2-Ε της 362 Μοίρας. Σημειώνεται ότι οι πιλότοι εγκατέλειψαν έγκαιρα το αεροσκάφος και διασώθηκαν κάνοντας χρήση των αλεξιπτώτων. Σε σχετικό έγγραφο της εποχής μεταξύ άλλων αναφέρεται:

«Κατά τη διάρκεια περιδινήσεων παρουσιάστηκε πτώση ισχύος στον αριστερό κινητήρα. Ο Κυβερνήτης αποφάσισε Π/ Γ (προσγείωση) και στο σκέλος των 180ο παρουσιάσθηκε πτώση ισχύος και του δεξιού κινητήρα, οπότε οι χειριστές εγκατέλειψαν επιτυχώς το Α/Φ (Αεροσκάφος)».

 

Παρατηρήσεις:

1Βασίλη Π. Παναγιωτόπουλου. Μεσσηνιακά, τ. Β΄, Καλαμάτα 1967. (το πρωτότυπο της προκήρυξης σώζεται στα αρχεία του Foreign Office (Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών).
Προειδοποίησις εις τας Ευρωπαϊκάς αυλάς, εκ μέρους του φιλογενούς αρχιστρατήγου των Σπαρτιατικών στρατευμάτων, Πέτρου Μαυρομιχάλη, και της Μεσσηνιακής Συγκλήτου.

Ο ανυπόφορος ζυγός της Οθωμανικής τυραννίας εις το διάστημα ενός και επέκεινα αιώνος, κατήντησεν εις μίαν ακμήν, ώστε να μην μείνη άλλο εις τους δυστυχείς Πελοποννησίους γραικούς, ειμή μόνον πνοή. Και αυτή διά να ωθή κυρίως τους εγκαρδίους των αναστεναγμούς. Εις τοιαύτην όντες αθλίαν κατάστασιν στερημένοι από όλα τα δίκαιά μας, με μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα, και να ορμήσωμεν κατά των τυράννων. Πάσα προς αλλήλους μας φατρία και διχόνοια, ως καρποί της τυραννίας, απερρίφθησαν εις τον βυθόν της λήθης, και άπαντες πνέομεν πνοήν ελευθερίας. Αι χείρες ημών αι δεδεμέναι μέχρι του νυν από τας σιδηράς αλύσσους της βαρβαρικής τυραννίας, ελύθησαν ήδη και υψώθησαν μεγαλοψύχως και έλαβον τα όπλα προς μηδενισμόν της βδελυράς τυραννίας. Οι πόδες ημών οι περιπατούντες εν νυκτί και ημέρα εις τας ενηγγαρεύσεις τας ασπλάγχνους, τρέχουν εις απόκτησιν των δικαιωμάτων μας. Η κεφαλή μας η κλίνουσα τον αυχένα υπό τον βαρύτατον ζυγόν, τον απετείναξε. Και άλλο δεν φρονεί, ειμή την ελευθερίαν. Η γλώσσα μας η αδυνατούσα εις το να προφέρη λόγον εκτός των ανωφελών παρακλήσεων, προς εξιλέωσιν των βαρβάρων τυράννων, τώρα μεγαλοφώνως φωνάζει, και κάμνει να αντηχή ο αήρ το γλυκύτατον όνομα της ελευθερίας. Εν ενί λόγω όλοι απεφασίσαμεν, ή να ελευθερωθώμεν, ή να αποθάνωμεν, τούτου ένεκεν προσκαλούμεν επιπόνως την συνδρομήν και βοήθειαν όλων των εξευγενισμένων Ευρωπαϊκών γενών, ώστε να δυνηθώμεν να φθάσωμεν ταχύτερον εις τον ιερόν και δίκαιον σκοπόν μας και να λάβωμεν τα δίκαιά μας, να αναστήσωμεν το τεταλαιπωρημένον Ελληνικόν γένος μας. Δικαίω τω λόγω η μήτηρ μας Ελλάς, εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε απαιτεί ως εν τάχει την φιλάνθρωπον συνδρομήν Σας και διά χρημάτων και διά όπλων, και διά συμβουλής, της οποίας, εσμέν ευέλπιδες, ότι θέλει αξιωθώμεν και ημείς θέλομεν σας ομολογή άκραν υποχρέωσιν, και εν καιρώ θέλομεν δείξη και πραγματικώς την υπέρ της συνδρομής Σου ευγνωμοσύνην μας.

 

1821: Μαρτίου 23: Εν Καλαμάτα.

Εκ του Σπαρτιατικού στρατοπέδου.

Πέτρος Μαυρομιχάλης αρχιστράτηγος του σπαρτιατικού και μεσσηνιακού στρατού.

 

 

2Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος. Ο Βίος του Παπαφλέσσα σελ. 29 μέχρι 33.
Περί δε τα μέσα του Μαρτίου έφθασεν εις Πόρον και εκείθεν εις Αρμυρόν της Μάνης και το πλοίον, περί του οποίου ανωτέρω είπομεν, με τας συνεισφοράς των ομογενών μας αδελφών Αϊβαλιωτών και Σμυρναίων και άλλων, φορτωμένον πυρίτιδα και μόλυβδον. Το πλοίον τούτο εκυβέρνα ο αδελφός του Χριστόδουλου Μέξη ή Ποριώτου. Με το πλοίον δε τούτο ήλθε και ο Διονύσιος Ευμορφόπουλος εις Ύδραν, και εκείθεν εις Λαγκάδια, ζητών κατά πόδας τον Φλέσσαν.

Τα πολεμοφόδια ταύτα παρέλαβεν έπειτα ο αδελφός του Φλέσσα Νικήτας. Ο δε Αρχιμανδρίτης, ο αδελφός του Ηλίας, ο Αναγνωσταράς Παπαγεωργίου, ο Νικήτας Σταματελόπουλος, και ο Π. Κεφάλας, όλοι ούτοι συνήχθησαν εις τον Αγ. Ηλίαν, μοναστήριον των Καλαμών, και εις την Πολιανήν, και εκεί μέσα εγύριζον κρυμμένοι από τους Τούρκους, ενεργούσαν τα της επαναστάσεως, και έκαμον αρχήν της στρατολογίας. Όταν δε έφθασεν το πλοίον εις Αρμυρόν, ως είπομεν, έστειλαν υπέρ τους 200 άνδρας και κάμποσα ζώα, ώστε έκαστος των ανθρώπων να φέρη εν βαρέλιον ζυγίζον 12 οκάδας, τον δε μόλυβδον να τον μεταφέρωσι διά των ζώων.

Το Τελωνείον του Αρμυρού ανήκεν εις την δικαιοδοσίαν της Μάνης, και τα δικαιώματα εισεπράττοντο υπό του Μαυρομιχάλη, ώστε διά να λάβουν την άδειαν προς παραλαβήν των πολεμοφοδίων τούτων και των άλλων πραγμάτων, και διά να φέρουν εις τα πράγματα εύκολα τον γέρο Μπέην, απεφάσισεν ο Φλέσσας, ευρών πρόφασιν την πληρωμήν των φυλάκων του τελωνείου, και έστειλε με τον αδελφόν του Νικήταν χιλίους μαχμουτιέδες ακεραίους, νόμισμα τουρκικόν χρυσούν αξίας 25 γροσίων, (το χρυσούν νόμισμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, ήταν αξίας 36 γροσίων το καθένα), διότι τότε είχε διαφημισθή, ότι ο Αρχιμανδρίτης έφερε τας συνεισφοράς όλας της εταιρίας, και ήτον ανάγκη να δοθούν εις τον Μαυρομιχάλην χρήματα διά να μοιράση εις τους πτωχούς Μανιάτας, επειδή ο Χριστόφορος Περραιβός δεν έδωσεν εις τον Μαυρομιχάλην, ειμή μόνον 2.000 γρόσια εκ των 40.000, τα οποία έλαβε να παραδώση προς αυτόν. Αφού δε ο Μπέης έλαβε παρά του Νικήτα τα χρήματα, έγραψε προς τον αδελφόν του Κατσήν, όστις ήτον επί των τελωνείων, να δώση την άδειαν της παραλαβής και μεταφοράς των πολεμοφοδίων εις τον προφήτην Ηλίαν, αφού κρατήσει ανάλογον μέρος εξ αυτών διά να χρησιμεύση εις την επανάστασιν της Μάνης.

Εις δε τους απεσταλμένους προς μεταφοράν των πολεμοφοδίων, επιστρέφοντας, συνέβη το εξής γεγονός. Όταν δηλ. έφθασαν έξω από ταις καμάραις των Καλαμών, εις το εκεί πηγάδιον, ένας εκ των Ελλήνων, είτε διά να ακουμβήση το βαρέλιον το οποίον έφερεν, ήτε διά να ανασάνη από το βάρος, ή δι’ άλλην τινά αιτίαν, θέλων να καταβιβάση το βαρέλιον, δεν το κατόρθωσε, διότι του έφυγεν από τας χείρας και κατέπεσεν επάνω εις τας πέτρας, ελύθησαν τα στεφάνια του, εχύθη η πυρίτις και έμεινεν εκεί, καθώς και αι δόγαι του βαρελίου, διότι ήτο νύκτα σκοτεινή και δεν ηδύνατο να τη μαζώξη. Αφού δε εξημέρωσεν ο σεΐζης (ιπποκόμος) του Βόηβοντα, Τούρκος, έφερεν εις το πηγάδιον το άλογον του αγά του διά να το ποτίση, όπου ιδών την πυρίτιδα χυμένην, ταις δόγαις και πατήματα πολλών ανθρώπων επάνω εις την άμμον, έδραμεν αμέσως και ειδοποίησε τον κύριον του, και του είπε να υπάγη να ιδή εκεί και ο ίδιος. Ο δε Βόηβοντας, Αρναούτογλους καλούμενος, μεταβάς και ιδών, επέστρεψεν εις την οικίαν του και ως ήτον επόμενον υπόπτευσε πολλά. Έστειλεν όμως αμέσως, συνέλαβε τους προκρίτους όλους των Καλαμών και τους εφυλάκισε, και διά τας υποψίας του ταύτας, και διότι προχωρούσης της ημέρας, είδε μακράν και τους φορτωμένους την πυρίτιδα Έλληνας και τα άλλα ζώα, τα φέροντα τον μόλυβδον, οίτινες εκόλλαγαν το βουνόν διευθυνόμενοι προς το μοναστήριον και την Πολιανήν, διότι δεν ηδυνήθησαν να περάσουν διά νυκτός εκείθεν. Τότε ο Βόηβοντας ηρώτησε τους συλληφθέντες πρόκριτους. «τι άνθρωποι είναι αυτοί όπου υπάγουν επάνω εκεί»; Εκείνοι δε απεκρίθησαν ότι είναι αγωγιάται και ραγιάδες και υπάγουν φορτωμένα τα ζώα των λάδι και άλας να πιάσουν τα πρόβατα των. Ούτω τότε εσυνηθίζετο, όταν οι ποιμένες έκαμναν αρχήν να αρμέξουν τα πρόβατα των, εχρειάζοντο το άλας διά να αλατίσουν το τυρίον των. Η πρόφασις αύτη των προκρίτων ήτο κατάλληλος, ο Βόηβοντας όμως δεν τους επίστευσεν, αλλά τους έστειλε εις την φυλακήν. Τότε ούτοι ειδοποίησαν κρυφίως τους Έλληνας, τους ευρισκόμενους εις τον Προφήτην Ηλίαν, περί της φυλακίσεως των. Όλη δε η ενέργεια τότε της επαναστάσεως εγίνετο εις εκείνο το μέρος όπου ήτον ο ίδιος Αρχιμανδρίτης, διότι έδειξε πολύ πνεύμα και έκτακτον δραστηριότητα, και κατ’ αρχάς είχεν τόσην πειθώ εις τας ομιλίας του, ώστε επίστευε πολλάκις και ο ίδιος την απάτην ως πράγμα.

Οι δε καπεταναίοι, όσοι ήσαν εις τον Άγιον Ηλίαν, άμα έμαθον την φυλάκισιν των προκρίτων, εμηχανεύθησαν το εξής προς απόλυσιν των. Απέστειλαν προς αυτούς γράμμα απειλητικόν, καθώς επίσης και εις όλους τους άλλους κατοίκους των Καλαμών, να τους στείλουν 2.000 ταΐνια (μερίδες ψωμί), 2.000 ζευγάρια τσαρούχια, 4.000 δεκάρια φουσέκια, και 4.000 ατζαλόπετρες εντός 5 ημερών, ει δε μη, θα κατέβουν να κάψουν την πόλιν και αυτούς θα τους πάρουν αιχμαλώτους. Οι δε φυλακισθέντες πρόκριτοι, λαβόντες το γράμμα, απέστειλαν αυτό εις τον Βόηβοντα, διοικητήν όντα, όστις αναγνώσας αυτό εφοβήθη, απεφυλάκισεν αυτούς και τους συνοίθρισεν εις την οικίαν του, όπου τους ηρώτησε τι συμβαίνει, και τι είναι εκεί πάνω εις το μοναστήριον όπου βλέπει με το τηλεσκόπιον, τότε οι πρόκριτοι είπον, ότι οι φαινόμενοι εκεί άνθρωποι είναι κλέπται. Έπειτα τους ηρώτησε και πόσοι συμπαιρένουσιν ότι είναι, και αυτοί απεκρίθησαν ότι δεν γνωρίζουσιν, αλλά εκ των γραφομένων εις το σταλέν γράμμα των φαίνεται. Έπειτα δε τον εσυμβούλευσαν να στείλη να φέρη τον ηγούμενον του μοναστηριού, Κύριλλον καλούμενον, διά να βεβαιωθή περί πάντων από αυτόν. Τότε ο Βόηβοντας έστειλε και εκκάλεσε τον ηγούμενον, ο οποίος ελθών και ερωτηθείς, απεκρίθη αόριστα και είπεν, ότι είναι έως 2.000 και όλον ένα έρχονται και άλλοι από τα βουνά. Αμέσως δε τότε ο Βόηβοντας προσεκάλεσε και άλλους Τούρκους και τον Μπουλούμπασην, ειρηνοφύλακα, Χασάν Κοκίνην, έχοντα υπέρ τους 100 στρατιώτας Τούρκους και μένοντα εκεί, όπως εμποδίζει τους Μανιάτας να μη έρχεται κανείς, άνευ αδείας, εις την Πελοπόννησον. Ο δε Βόηβοντας ηθέλησε τότε να οπλίση τους ραγιάδες και να τους αποστείλη μετά των άλλων Τούρκων προς καταδίωξιν των κλεπτών δια να τους διώξουν εκείθεν. Αλλ’ οι πρόκριτοι προσποιηθέντες φόβον πολύν είπον προς αυτόν ότι αυτοί δεν είναι φαίνεται μόνοι των, θα έχουν και άλλας δυνάμεις, τίποτε Φράγκους, και ημείς όλοι δεν είμεθα, ειμή μόνον 300, ώστε εκτός του ότι δεν θα τους κάμωμεν τίποτε, θα μας σκορπίσουν, θα μας σκοτώσουν, θα έμβουν εις την πόλιν και θα την κάψουν, αυτά δε όλα θα ακουσθούν, και θα φέρουν εντροπήν εις το Ντοβλέτι. Όθεν η ενδοξότης σου καλόν είναι να γράψει γράμμα εις Μάνην του Πετρόμπεη, ως ανθρώπου του Ντοβλετιού, να στείλη δύναμιν. Τούτο δε έλεγαν, διότι όσα εγίνοντο εις Καλάμας ο Αρναούτογλους τα έγραψεν εις τον πασά, αλλά τα γράμματα τα εμπόδιζον οι επαναστάται και δεν επήγαινον. Όθεν βιασμένοι, κατέφυγον εις την βοήθειαν του Π. Μαυρομιχάλη. Τότε ο Βόηβοντας έγραψεν εις τον Μαυρομιχάλην να του στείλη εκ Μάνης δύναμιν στρατιωτικήν, όσον το δυνατόν ταχύτερον, και ει δυνατόν να φθάση και ο ίδιος, διότι ήλθον κλέπται και φοβερίζουν να έλθουν μέσα εις τας Καλάμας.

Μετά δύο δε ημέρας, ήτοι τη 19 Μαρτίου 1821 έστειλεν ο Μαυρομιχάλης τον υιόν του Ηλίαν με 150 σχεδόν Μανιάτας. Ούτοι δε ετοποθετήθησαν εις τας δυνατωτέρας οικίας των Καλαματιανών Χριστιανών. Τότε αμέσως οι Τούρκοι συνήλθον εις συμβούλιον μόνοι των, καλέσαντες και τον Ηλίαν ως άνθρωπον της εξουσίας. Συσκεφθέντες δε εύρον εύλογον να γράψουν πάλιν του Μπέη ν’ αποστείλη και άλλην δύναμιν περισσοτέραν της πρώτης, και να έλθη εκεί και ο ίδιος. Ο Ηλίας έγραψεν εις τον πατέρα του με πεζόν χριστιανόν, ότι τώρα είναι καιρός να ειδοποιήση όλα τα καπετανάτα της Μάνης να οπλισθώσι και να έλθουν παρρησία και, επί τω προσχήματι τούτω άρχεται η επανάστασις.

Ο δε Π. Μαυρομιχάλης, λαβών τα δεύτερα γράμματα των Τούρκων, και την παραγγελίαν του υιού του, αμέσως ειδοποίησεν όλους τους καπεταναίους, οι οποίοι ήσαν έτοιμοι διά την επανάστασιν. Ειδοποίησαν δε και τον Κολοκοτρώνην, ευρισκόμενον εις την οικίαν του Μούρτζινου, και τότε εν ακαρεί διεδόθη καθ’ όλην την Μάνην ότι εξεστράτευσαν ο Μπέης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μούρτζινος, οι Καπετανάκηδες, οι Κουμουνδουράκηδες και οι λοιποί καπεταναίοι άπαντες. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ήρχοντο κατά τας 22 Μαρτίου. Ο δε Βόηβοντας και οι λοιποί Τούρκοι ητοίμασαν την υποδοχήν του Μπέη φανερά να τον υποδεχθώσιν ως δύναμιν του Σουλτάνου. Αλλ’ εν τω μεταξύ τούτω και πρίν φθάσουν οι καπεταναίοι εις Καλάμας, ανεχώρησεν από την πόλιν ένας Τούρκος, γνωστός εις την πατρίδα του Κορώνην, σκοπεύων ν’ αποφύγη τα ενδεχόμενα κακά, τα οποία η ώρα έφερε και κατείχον εις ανησυχίαν τους συλλογισμούς των ανθρώπων. Ο Τούρκος αυτός ονομάζετο Μουράτης, έχων μαζί και την θυγατέρα του. Ένας δε εκ των Καλαματιανών, τρέχων υπήγεν εις τους κατέχοντας τον Προφήτην Ηλίαν καπεταναίους, και είπε προς αυτούς ότι οι Τούρκοι φεύγουν. Τότε έσπευσαν οι δύο αδελφοί Φλεσσαίοι, Ηλίας και Νικήτας, ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο Π. Κεφάλας και ο γέρων Αναγνωσταράς Παπαγεωργίου, Ο Αρχιμανδρίτης Φλέσσας και οι λοιποί, επρόφθασαν τον ειρημένον Τούρκον Μουράτην κατά την θέσιν Φραγκοπήγαδον, όχι πολύ μακράν των Καλαμών, του εφώναξαν να σταθή και να υπάγη εκεί όπου ήσαν οι καπεταναίοι, αλλ’ αυτός παρήκουσε και αντέστη, και ούτως εφόνευσαν αυτόν, την δε θυγατέρα του ηχμαλώτησαν και επειδή ήτο νέα και ωραία, την παρέδωσαν εις τον Αναγνωσταράν, ως σεβασμιότερων και προχωρημένον εις την ηλικίαν.

Κατ’ εκείνην δε την ημέραν έπιασαν οι Έλληνες τα καλύβια των Καλαμών. Τούτων ούτω γενομένων, οι εν Καλάμαις Τούρκοι έχασαν τας ελπίδας των, μετέβαλον τας σκέψεις των και είχον φόβους περί του μέλλοντος των. Δεν εγνώριζον δε τι έμελλε να γίνη από την συρροήν των ερχομένων και των περιμενομένων ακόμη Μανιατών, και αυτού του ιδίου και φίλου των Μπέη, και εκλείσθησαν εις τους πύργους των.

Την δε ακόλουθον ημέραν (23 Μαρτίου) ήλθεν ο Π. Μαυρομιχάλης μετά των λοιπών, ως είρηται, αφόπλισαν τους Τούρκους, παραδοθέντας προς αυτών με την υπόσχεσιν να φυλάξη την ζωήν και την τιμήν των. Ούτω εγένετο η αρχή της επαναστάσεως μας κατά την μεσημβρινήν πλευράν της Πελοποννήσου. Μετά δε ταύτα εψάλη δοξολογία εις τον ποταμόν.

 

3Αμβρόσιος Φραντζής. « Ιστορία της Αναγεννηθείσης Ελλάδος σελ. 327 μέχρι 337».
Ως εκ τούτων και άλλων ενέδωκε και ο Π. Μαυρομιχάλης δια να γίνη η έναρξις της επαναστάσεως την 25 Μαρτίου, και όσον ενήν τότε προχείρως προπαρασκευάζοντο. Ο δε Αναγνωσταράς υπέβλεπεν εχθρωδώς τον Γρηγόριον Δικαίον, διότι εφέρετο αυθαδώς και ατίμως τόσον κατά τ’ άλλα, καθώς και κατά τον κανονισμόν της Εταιρίας, και διότι μάλιστα λαβών χρήματα της εταιρίας κατεχράτο αυτά, χωρίς να φροντίζει ποσώς διά τα αναγκαία της ενάρξεως και άλλα τοιαύτα. Αλλ’ ο Νικηταράς εν τούτοις εγνώρισε καλώς την μεταξύ του Αναγνωσταρά και του Γρηγορίου Δικαίου ενυπάρχουσαν διαίρεσιν, και άμα ότε ανέβησαν και οι τρεις αυτοί εις την Μονήν του Μαρδακίου, και εξ αυτών ο μεν Αναγνωσταράς απήλθεν εις Πολιανήν κατ’ ευθείαν, Ο Νικηταράς με τρόπον απλούν και αθώον, (περιμένων μάλιστα την στιγμήν της αποστασίας δια να σφάξη Τούρκους) διά να μη γίνη κανέν εμπόδιον ώστε να μείνη οπίσω η έκρηξις, κατέπεισε τον Γρηγόριον Δικαίον διά να συνδιαλλαγή μετά του Αναγνωσταρά, και ομοθυμαδόν ήλθον εις το Μαρδάκι αφ’ ου εσυμβιβάσθησαν μεταξύ των. (Ο συμβιβασμός ούτος έγινεν εύκολος, καθότι ο Γρηγόριος Δικαίος άλειψε τους τροχούς του Αναγνωσταρά με χρήματα, ένεκα των οποίων εκατηγόρει τον Δικαίον, έως ου τω έδωκε μερίδιον εξ αυτών, και τοιουτοτρόπως ο Γρηγόριος επέτυχε του συμβιβασμού του).

Την δε 18 Μαρτίου διαμένοντες εις Μαρδάκι ο Αναγνωσταράς μετά του Νικηταρά, και ειδοποιηθέντες ότι έφθασεν εις την Σκαρδαμούλαν της Μάνης εν πλοίον με πολεμοφόδια, αποσταλέν (τω όντι) από τους εν Σμύρνη εταίρους, Ο Νικηταράς μετά την βεβαίαν πληροφορίαν περί του ελλιμενισμού του πλοίου αυτού, εσύναξε ευθύς 250 οπλοφόρους και 200 ζώα φορτηγά, και διά νυκτός κατέβησαν μετά του Αναγνωσταρά από το Μαρδάκι και απήλθον εις την Σκαρδαμούλαν ομού με τους οπλοφόρους και με τα ζώα, επ’ ελπίδι του να μεταφέρωσι τα πολεμοφόδια εις Μαρδάκι ως εις θέσιν ορεινήν και οχυράν. Αφ’ ου δε επρότειναν τον σκοπόν των αυτόν εις τον Ιωάννην Μαυρομιχάλην Κατζήν, (τον αυτάδελφο του Π. Μαυρομιχάλη) αυτός δεν απεδέχθη την πρότασιν αυτήν, εξαιτήσας παρ’ αυτών έγγραφον άδειαν παρά του αυταδέλφου του Μπέη, διαμένοντος τότε εις Κυτριάς, και επί τη αδεία αυτή να δώση μέρος πολεμοφοδίων. Επειδή δε αυτό ήτον δύσκολον να γίνη, κατέπεισεν τελευταίον τον Κατζήν δια να τους δώση ίδιος εν απλούν τεσκερέν (έγγραφο), ώστε δυνάμει αυτού να λάβωσιν από το πλοίον εν μικρόν μέρος βαρούτης, και μολύβδου, όσον εξήρκει να γεμίση τας πυριτοθήκας των, και δια νυκτός πάλιν να επιστρέψωσιν οπίσω, με την πληθύν των οποίων είχον μεθ’ εαυτών οπλοφόρων και των ζώων, πριν φθάσει η ημέρα, και τους ίδωσιν οι εν Καλαμάτα Οθωμανοί περνόντας από τα όρια των.

Αφ’ ου δε έλαβεν ο Νικηταράς τον τεσκερέν παρά του Κατζή δια να λάβη μικρόν μέρος πολεμοφοδίων, παραλαβόν μεθ’ εαυτού 50 εκ των 200 οπλοφόρων, εισήλθε μετ’ αυτών εις το πλοίον. Και επειδή οι τηρούντες το πλοίον Μανιάται, όντες από τους πλέον βαθείς της Μάνης, δεν εγνώριζον γράμματα, οι εισελθόντες μετά του Νικηταρά νυκτός ούσης, και με τρόπον πλαγίας βίας χωρίς ν’ αφήσουν αυτούς να εισέλθωσιν εις το πλοίον, ούτε να εξέλθη κανείς εκ των τηρούντων αυτό, εξήγαγον από το πλοίον με την πλέον ευγενή αυτήν βίαν τόσην ποσότητα βαρούτης και μολύβδου, ώστε και τα 200 ζώα εφόρτωσαν, και οι οπλοφόροι ακόμη έλαβον έκαστος επί των ώμων των ο μεν βαρούτην, ο δε μόλυβδον, και με ταχύτητα σύραντες τα φορτηγά ζώα, ανεχώρησαν. Και έως ου ο Κατζής έφθασε να λάβη την ανέλπιστον τεχνικήν και ήσυχον παραλαβήν αυτήν των πολεμοφοδίων, αυτοί ήσαν πλέον μεμακρυσμένοι, (μ’ όλον ότι έμεινεν εις το πλοίον τετραπλασία ποσότης ακόμη αφ’ όσην παρέλαβον οι περί τον Νικηταράν), οίτινες τρέχοντες δρομαίοι δια να φθάσωσι να διαβώσι νυκτός από τα πέριξ της Καλαμάτας, δεν εδυνήθησαν, καθότι κατέλαβεν αυτούς το φώς της ημέρας, άνωθεν της Καλαμάτας ημισείας ώρας απόστασιν έχοντας.

Ο Βοεβόδας της Καλαμάτας ιδών τοσούτους οπλοφόρους και τόσα φορτηγά ζώα, έμεινεν εκστατικός και έντρομος ηρώτησε δ’ ευθύς τι ζώα είναι; Και τίνες και διατί οι μετ’ αυτών τόσοι οπλοφόροι; Τω απήντησαν δε ότι είναι χωρικοί έχοντες έλαιον φορτωμένον επί των ζώων των, ο δε είπεν. Αλλά διατί είναι ένοπλοι; Διότι (τω απεκρίθησαν ) φοβούνται εις τον δρόμον. Δεν ομοιάζει αυτό, είπεν ο Βοεβόδας, και εσυλλογίσθη πάρα πολύ.  Εν τοσούτω τα πολεμοφόδια έφθασαν ασφαλώς με όλους τους ανθρώπους και τα ζώα εις το Μαρδάκι. Αλλ’ ο Βοεβόδας υποψιασθείς εκ των όσων είδεν οπλοφόρων, έλαβε μέτρον ν’ αναχωρήση πλέον από την Καλαμάταν με τους υπό την οδηγίαν του Οθωμανούς, καθώς ακόμη και όλοι όσοι ευρέθησαν αυτόθι Οθωμανοί, (εκτός των ολίγων κατοίκων Οθωμανών της Καλαμάτας). Τούτο μαθόντες οι Έλληνες, ειδοποίησαν τον Νικηταράν διά να παραφυλάττη έμπροσθεν της Καλαμάτας, και ή να συλλάβη αυτούς ζώντας, ή να τους φονεύση. Επί τούτω δε συμπαραλαβών μεθ’ εαυτού ο Νικηταράς 200 οπλοφόρους, προκατέλαβε την πλησιεστέραν και στενωτέραν θέσιν της εις Τριπολιτζάν απαγούσης εκείνης οδού. Επειδή δε κατ’ εκείνας τας ημέρας ανήσυχοι όντες και τεταραγμένοι ως προς την κατάστασιν των οι Οθωμανοί, ιδόντες ότι προκατελήφθησαν από τους Έλληνας αι εμπροσθιναί θέσεις ειδοποίησαν τουτ’ αυτό τον Βοεβόδαν, όστις εκπλαγείς διέταξεν ευθύς, ν’ αποπεμφθώσιν όσα ζώα είχε μισθώσει με αγώγιον διά να λάβη μετ’ αυτού εις την οδοιπορίαν, διαμείνας εις την Καλαμάταν, μέχρις ότου ήθελεν επιτύχει ευκολίαν εις την δίοδον του.

Μουράτης δε τις ονόματι Οθωμανός πάροικος εις Καλαμάταν προ πολλών ετών, έχων σχέσιν μετά των πλειοτέρων Ελλήνων, θαρρών επί τούτω και φανταζόμενος ότι θέλουν τον εμποδίσει οι ενεδρεύοντες Έλληνες, Παραλαβών την γυναίκα αυτού και τα τέκνα, ανεχώρησε διά ν’ απέλθη εις Τριπολιτζάν. Ότε δε έφθασεν εις το μέρος όπου ήτον η ρηθείσα ενέδρα, τω είπεν ο Νικηταράς. Βρέ Τούρκο! Άφησε τ’ άρματα σου κι έλα εδώ. Ο Μουράτης νομίσας τους λόγους αυτούς ως αστεϊσμόν, παρακούσας ώδευε, πάραυτα δε ο Νικηταράς διέταξε, και δι ενός πυροβόλου εφόνευσαν αυτόν. (Τόσον του Νικηταρά καθώς και του Κολοκοτρώνη, και των άλλων της ιδίας φύσεως καλουμένων αποστατών η καρδία έτρεμε, και δεν έβλεπον πότε να χυθή αίμα Τουρκικό, δια να μη ήθελε τύχη και σβέση η πρόοδος της επαναστάσεως). Η δε γυνή του Μουράτη ομού με τα τέκνα της επέστρεψεν εις την Καλαμάταν οδυρόμενη.

Ταύτα ιδών και ακούσας ο Βοεβόδας, και απελπισθείς, την 21 Μαρτίου οχυρώθη μετά των υπό την οδηγίαν του Οθωμανών και όλων των άλλων, όσοι τότε ευρέθησαν έχοντες χισμέτια (δημόσιες υπηρεσίες) και άλλοι, οίτινες εσύναζον τα χαράτζια (τον ετήσιο κεφαλικό φόρο), οχυρώθησαν δε άπαντες ούτοι εις τα πλέον οχυρά οικήματα της Καλαμάτας.

Την δε επιούσαν (22 Μαρτίου), αφ’ ου μετά διαφόρους γενομένας εν Μάνη συνελεύσεις ενεκρίθη τέλος πάντων να γίνη η έναρξις της αποστασίας την 25 Μαρτίου, την αυτήν ημέραν (22 Μαρτίου) έφθασαν εις την Καλαμάταν ο Μούρτζινος, ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς, ο Γρηγόριος Δικαίος, ο Π. Κεφάλας, οι υιοί του Π. Μαυρομιχάλη ομού με τον Κατζήν και με τους λοιπούς προκρίτους της Μάνης 2.000 περίπου οπλοφόροι, ελθόντος συν αυτοίς και του Νικηταρά μετά των εν τη ενέδρα οπλοφόρων, συνήχθησαν δε και εις την Καλαμάταν μεταξύ της 22 και της 23 Μαρτίου περισσότεροι των 5000 Μανιάται, μετά των αρχηγών και καπιτάνων αυτών, οίτινες ήσαν, ο Παναγουλέας, ο Γαλάνης και Αθανασούλης Κουμουνδουράκιδες, ο Αθανασούλης Καπιτανάκης, ο Παναγιώτης Καπιτανάκης, ο Δημήτριος Καλαμάς, ο Ανδρέας Κουμουνδουράκης, ο Αντώνιος Μιχαήλ Τρουπάκης, ο Δημήτριος Κωνσταντινέας, οι Σταυριανός και Γεώργιος Καπιτανάκιδες, ο Χρηστέας, ο Κυβέλος, οι Κιτριναίοι, ο Δημήτριος Πολυκάκος, ο Λάζαρος Τζολάκης, ο Θεόδωρος Μισικλής, οι Σασαριάνοι, ο Δημήτριος Καρακίτζος, ο Θεόδωρος Κρενίδης, και ο Παναγιώτης Ξανθός. Οι Μεσσήνιοι, οι Ανδρουσιανοί, Οι Γαραντζαίοι, μετά του Μ. Πέτροβα, και Οικονομόπουλου, και Εμμανουήλ Δαρειώτου, οι Πισινοχωρίται και Σαμπαζιώται εκ της επαρχίας Λεονταρίου.

Την δε 23 Μαρτίου ιδών ο Βοεβόδας την πληθύν των συναθροισθέντων εν Καλαμάτα οπλοφόρων, και απελπισθείς, διέταξε τον Μπελούκ μπασίν του (Πολιτάρχη της Διοικήσεως του) Κοκίνην το επίθετον (ένα όντα των εν Τριπολιτζά εσκιάδων αυθαιρέτων κακοποιών), όστις απελθών εις το κατάστημα, όπου ήσαν συνηγμένοι οι αρχηγοί των οπλοφόρων Ελλήνων, ο Π. Μαυρομιχάλης, και λοιποί, έδωκαν εις αυτούς τον χαιρετισμόν κατά τον συνήθη Οθωμανικόν αγέρωχον τρόπον, καθήσας δε εις εν απλούν σκαμνίον, πλησίον του Νικηταρά, και αποτανθείς προς τον Π. Μαυρομιχάλην και λοιπούς, είπεν ως παρά του Βοεβόδα αποσταλείς.

«Ο αγάς σας χαιρετά, και ερωτά να τον ειπείτε, τι πράγματα είναι αυτούνα όπου κάνετε, και τι κλεφτοδουλιαίς, όπου μ’ αυτές θα χάσετε τον ραγιά του Βασιλιά, και στην αφεντιά σας ετούτα τα πράγματα δεν θα εύγουν σε καλό». Ο Νικηταράς ακούσας τους λόγους αυτούς (ταραχθέντος του εγκεφάλου του), άρχησεν ευθύς να ετοιμάζη το οποίον εφόρει εις την ζώνην του πιστόλι, δια να το ανάψη καθήμενος κατά του απεσταλμένου Μπελούκμπαση, να τον φονεύση. Αλλ’ ο Θ. Κολοκοτρώνης, εννοήσας την προετοιμασίαν του Νικηταρά, και θεωρήσας ως άτοπον την πράξιν αυτού, κατ’ εκείνην την στιγμήν προλαβών με ορμήν, είπεν εις τον Οθωμανόν. Μπελούκμπαση! Έλα εδώ κοντά μας να ακούσωμεν τι λέγεις . και ευθύς με τον λόγον αυτόν τω ητοίμασεν εν απλούν θρονίον, όπου ο Οθωμανός εγερθείς, εκάθησε πλησίον του Θ. Κολοκοτρώνη ο δε Π. Μαυρομιχάλης λαβών πρώτος τον λόγον είπε προς τον Οθωμανόν. Ακούσαμεν όσα είπες εκ μέρους του Αγά σου, και όσα βλέπετε δεν είναι κλεφτοδουλιαίς, είναι πράγματα στερεά, και δεν είναι μονάχα εδικά μας, είναι του Θεού, και των Βασιλέων, διότι οι Έλληνες έως τώρα υπέφεραν τας τυραννίας και τα βασανιστήρια σας τόσα χρόνια. Διά τούτο ημείς δεν είμαστε ωσάν εσάς τύραννοι και διώκται της ανθρωπότητος, και μήτε θέλει καταδεχθώμεν να σας πειράξωμεν εις το παραμικρόν. Αλλά και εσείς να μένετε εις τα οσπίτια σας και εις το πράγμα σας ανενόχλητοι, και θα δίνετε δύω φλουριά η κάθε φαμήλεια (οικογένεια) τον χρόνον, και κρύος αέρας να μη σας βαρή.

Εγερθείς δε και ο Αναγνωσταράς, και στας εν τω μέσω πάντων είπε: «Μπελούκμπαση! Κανέναν βοηθόν δεν έχομε, πε του Αγά σου, και μήτε μας χρειάζεται από κανένα μέρος βοήθεια. Το δίκαιον μας θα το πάρωμεν με το χέρι μας, διότι εσείς δεν μας αφήσατε τόσα χρόνια μήτε σκούφιαν εις το κεφάλι μας. Εις το εξής δεν σας υποφέρομεν μήτε σας χωνεύωμεν πλέον, και ότι σας περάσει μην το αφήσετε πίσω. Πήγαινε εις τον Αγά σου, και πες του αυτά όπου σου είπαμε, και θέλομεν σε τρεις ώραις να μας παραδώσετε τα άρματα σας, διότι αν παρακούσετε, θα σας περάσωμεν όλους από το σπαθί, και το κρίμα ας είναι ειδικόν σας». Είτα εγερθέντες άπαντες είπον προς τον Οθωμανόν ως εξ ενός στόματος. «άκουσε καλά αυτά όπου σου είπαμε, διά να μη μας βιάσετε και σας περάσωμεν όλους εν στόματι μαχαίρας».

Ο Οθωμανός Μπελούκμπασης ακούσας ταύτα πάντα, ανεχώρησεν έντρομος με πρόσωπον καθηλλοιωμένον, διαπορούμενος εις την τοιαύτην ταχείαν και ανέλπιστον μεταβολήν των Ελλήνων, χθες όντων υπηκόων, και εν ακαρεί παρουσιαζομένων αυτονόμων ανωτέρων, κτλ. Παρουσιασθείς δε ενώπιον του Βοεβόδα, ανήγγειλεν όσα παρά των Ελλήνων ήκουσε. Τόσον δε ο Βοεβόδας, καθώς και οι λοιποί Οθωμανοί οι παρευρεθέντες εις το αυτό κατάστημα, έμειναν άπαντες ως νεκροί επί τη ταχεία αυτή μεταβολή των Ελλήνων γενομένων εντός μιας στιγμής αυτονόμων, υπερυψωθέντων ανθυπηκόων τεταπεινωμένων και τεθλιμμένων, σκεφθέντες δε πολυειδώς και πολυτρόπως, αφ’ ου είδον ότι όσα και αν ήθελον φαντασθή ήσαν όλα μάταια, τελευταίον κλίναντες τον αυχένα, μετά τρείς ώρας εμήνυσαν εις τους Έλληνας ότι παραδίδονται εις την τιμήν των, εις το αϊνί, και εις την παλληκαριάν των.

Οι δε Έλληνες διόρισαν ευθύς μιαν επιτροπήν συγκείμενην εξ οκτώ υποκειμένων, και δύω γραμματείς, οίτινες παρέλαβον τα όπλα όλων των Οθωμανών με καταγραφήν καθαράν καθώς και έπιπλα των, και τα μεν όπλα διένειμον εις τους μη έχοντας Έλληνας, τους δε Οθωμανούς διεμοίρασαν εις τέσσερα οικήματα χορηγούντες εις πάντας με δαψίλειαν και αφθονίαν τα προς τροφήν αυτών,.αλλά μετ’ ολίγας ημέρας διά κάθε ενδεχόμενην υποψίαν διεμέρισαν εξ αυτών άλλους εις την Μάνην, και άλλους εις άλλας Κώμας της Μεσσηνίας, τους οποίους ομού με τους εν Καλαμάτα κατοίκους ολίγους Οθωμανούς εκ διαλειμμάτων κατέφαγε το Φεγγάρι. (τον έφαγε το Φεγγάρι δηλ. τον σκότωναν τη νύχτα). Αφού διέταξαν την παραλαβήν των όπλων από τους ρηθέντας Οθωμανούς οι αρχηγοί των Ελλήνων ταυτοχρόνως διέταξαν να σφραγίσωσιν όλας τας αποθήκας των γεννημάτων (καρπών δημητριακών) και τας λεγομένας Γούβας (υπόγειες σιτοθήκες) όσοι είχον τοιαύτας, διά να χρησιμεύσωσι προς τροφήν των στρατευμάτων, του οποίου τούτου γενομένου, εν μέρος των καρπών αυτών εχρησίμευσε τω όντι διά τροφάς, το δε επίλοιπον παρηναλώθη παρά των Μανιατών, επιστατούντος του Ιωάννου Κατζή Μαυρομιχάλη. Αφοπλίσαντες δε τους εν Καλαμάτα Οθωμανούς όλως δι όλου οι Έλληνες και τον Βοεβόδαν αυτής Σουλεϊμάν Αγά Αρναούτ Ογλούν, και διανείμαντες αυτούς εις τα αρμόδια οικήματα, ως είρηται, μετά την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας (23 Μαρτίου), ειδοποίησαν κατά πρόσκλησιν των αρχηγών Ελλήνων τον εν Καλαμάτα ευρεθέντα Κλήρον συγκείμενον από εικοσιτέσσαρας Ιερείς και Ιερομονάχους οίτινες ενδεδυμένοι τας ιερατικάς στολάς φέροντες και τας Αγίας εικόνας συνήλθον εις το χείλος του ποταμού της πόλεως, όπου συνηθροίσθησαν και άπαντες οι Έλληνες πλέον των 6 χιλιάδων στρατιωτικοί, πολιτικοί, έμποροι και λοιποί, άνδρες, γυναίκες, και παίδες. Ευθύς δε εψάλη η προς τον Ύψιστον δοξολογία και παράκλησις διά την έναρξιν του υπέρ πίστεως και πατρίδος αγώνος με δάκρυα χαράς και αγαλλιάσεως εις τους οφθαλμούς πάντων.

Μετά την τελετήν αυτήν αφού επροσκύνησαν, ασπασάμενοι τας αγίας εικόνας άπαντες μετ’ ευλαβείας, ο μεν Θ. Κολοκοτρώνης παραλαβών 300 Μανιάτας μεθ’ εαυτού, διανυκτερεύσας την νύκτα εκείνην εις την Σκάλαν (Κώμην της επαρχίας Μεσσήνης) κακείθεν την επιούσαν (25 Μαρτίου) μετέβη δια το Λεοντάρι, και την Καρύταιναν. Ο δε Νικηταράς ανέβη εις τα ονομαζόμενα Πισινά Χωριά και Σαμπάζικα, όθεν παραλαβών μεθ’ εαυτού 350 οπλοφόρους, κατέβη εις Λεοντάρι, ν’ αντικρούση τους Λεονταρίτας Οθωμανούς, περί των οποίων διεδόθη φήμη ότι εκ των απελθόντων ν’ αποκλεισθώσιν εις Τριπολιτζάν Λεονταριτών Οθωμανών, επέστρεψαν οπίσω εις Λεοντάρι 80 ιππείς διά να διατηρήσωσι τας οικίας των από τας διαφθοράς των Ελλήνων, οίτινες μαθόντες την εις Δεδέμπεη άφιξην του Θ. Κολοκοτρώνη, επέστρεψαν πάλιν ευθύς εις την Τριπολιτζάν.

 

 

 

Πηγή:

Ηλία Λαζάρου Σμηνάρχου (ΤΥΕ) ε.α. Όπισθεν του Μυστρά // Ιστορικά τόμος Α΄ έκδοση Δ΄, Ιανουάριος 2019, σελ. 40 έως 53.

kafemauroeidisspourgitissesami
Κοινοποιησέ το

Facebook

Πρόσφατα Άρθρα

AddUrl.gr | Κατάλογος Ιστοσελίδων

ΔΗΜΟΦΙΛΗ