Η αλαζονεία του υπεράνθρωπου
Η πληγή του πόνου ενός τραύματος το οποίο δείχνει, τελικά, ανένταχτο σε οποιεσδήποτε εκφάνσεις ενός άλλου τρόπου που υπαγορεύεται από τη σχέση κτίσματος και Θεού. Μοιάζοντας έτσι απίθανη μία τελική, αισιόδοξη, έκβαση της ιστορίας των προσώπων και των πραγμάτων που συνοδεύουν τα πρόσωπα. Εξάλλου, ποια ελιτίστικη αλαζονική συμπεριφορά υπενθυμίζει στο ανθρώπινο πρόσωπο πως ο δεσμός, η σχέση, η κοινωνία, του ίδιου του προσώπου έχει την αφετηρία της στο θείο πρόσωπο;
Τα πρόσωπα της παγκοσμιότητας πάντοτε ανησυχούσαν για τις εξελίξεις του ιστορικού χρόνου, εκείνου του καιρού που αναπροσδιόριζε σχέσεις, εκτιμήσεις, συμπεριφορές. Όλα αυτά, λοιπόν, ασκούνταν στην αδιάλειπτη ροή της εκστατικής ετεροχρονικότητας, η οποία, κι εδώ είναι το παράδοξο, αρνούταν την συνδιαλλαγή, ακόμη και τη συμπόρευση, με όρους πειθαρχικής εναρμόνισης στην ύπαρξη ενός ίδιου ύφους, μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής αφετηρίας. Απόρροια αυτής της αδιάλλακτης συνήθειας έμοιαζε πλέον η αλλοπρόσαλλη και ανερμήνευτη, πολλές φορές, θεώρηση πολλών πραγματικοτήτων. Και το γεγονός ότι υφίστανται πολλές πραγματικότητες δεν σημαίνει ότι υπάρχει μία αλήθεια. Ή μήπως αυτό σημαίνει;
Ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος, κατασκεύασμα της ατέρμονης αγωνίας του μεγάλου φιλοσόφου Νίτσε για μεταπήδηση στο βέβαια αληθινό και ισχυρό που λειτουργούσε την παρουσία του ως σημείο της μεταξίωσης των αξιών για την οποία έκανε λόγο ο ίδιος, σπατάλησε κάθε ικμάδα δραπέτευσης από τη συμβατικότητα των ηθικών κωδίκων. Ο Θεός πέθανε, ακριβώς επειδή τον σκότωσαν όσοι τον αντιμετώπισαν ως ιδέα, ως ιδεολογία ( γι’ αυτό στη Δύση η αθεΐα ξεκίνησε μέσα από τους κόλπους της θεολογικής σκέψης). Παρουσιάστηκε, έτσι, η ανάγκη για έναν Θεό ευπρεπή. Αυτόν τον Θεό αναζητούσε ο Νίτσε. Τον Θεό των Πατέρων της Εκκλησίας, της φιλανθρωπίας και της ενσάρκωσης για τον ανακαινισμό της ανθρώπινης φύσης. Αυτόν τον Θεό Δημιουργό.
Κι όμως, η αναζήτηση του θείου και ο συσχετισμός μαζί Του, σήμερα αποτελεί αγωνία των λίγων, υπόθεση των ελάχιστων υποψιασμένων, καθότι ο άνθρωπος δεν αισθάνεται πως κάτι του λείπει. Ο Θεός δεν βρίσκεται στις άμεσες προτεραιότητες του σύγχρονου ανθρώπου. Έχει εξοριστεί, έχει αφανιστεί ή στην καλύτερη περίπτωση επιμένει να στέκεται σταυρωμένος χωρίς να εγγυάται τον μεταφυσικό οπτιμισμό της παρουσίας Του. Ο άνθρωπος καρφώνει πιο βαθιά τα καρφιά απ’ ότι το εβραϊκό ιερατείο. Με πείσμα, με επιμονή, την επιμονή των πολλών. Έχει αποκτήσει όσα χρειάζεται κι ακόμη περισσότερα. Ο Θεός αποτελεί την πολυτέλεια μόνο στις ανέλπιστες προσπάθειες που καταβάλλει ο άνθρωπος για να ακροβατήσει μεταξύ του έρωτα και του θανάτου. Εκεί, όταν έρχεται ως ο απόλυτα αντιμέτωπος με τις μεταφυσικές αβεβαιότητες και τα αδιέξοδα της υπαρξιακής αντοχής του, μόνο τότε σκέφτεται την ύπαρξη Του.
Θεωρώ πως το να πιστεύει κάποιος στον Θεό και να αναπτύσσει σχέση μαζί Του, αποτελεί πλέον το κορύφωμα της υπαρξιακής ολοκλήρωσης. Το ζητούμενο, δυστυχώς, δεν μοιάζει να είναι αυτό. Χρειάζεται μία αφετηρία. Όπως και για κάθε προσπάθεια εκείνου του ξεδιπλώματος του προσώπου, του προσώπου σε σχέση, σε κοινωνία. Η αφετηρία αυτή είναι η υποψία. Αν αποτελέσει το δικαίωμα ενός προσωπικού αυτοπροσδιορισμού, επομένως και δυνατοτήτων, τότε ενδέχεται να σημάνει το ξεκαθάριασμα των οποιονδήποτε αβεβαιοτήτων. Σε περίπτωση που ο άνθρωπος χρησιμοποιήσει το νου του ως δώρο Θεού για να εξερευνήσει, να αναζητήσει, τότε έχει γίνει το πρώτο βήμα. Είναι ένθεος ο άνθρωπος. Έχει στενούς δεσμούς με τον Δημιουργό Του. Δεν γίνεται να μην αισθανθεί κάποια στιγμή μέσα στην πορεία της ιστορίας πως είναι δημιούργημα του Τριαδικού Θεού. Το κατ’ εικόνα και η κάθε πραγμάτωση του μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα, είναι αδύνατο να προσφέρει την αμεθεξία, το γεγονός της άρνησης και απώλειας του χαρισματικού δεσμού με τον Θεό. Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, του ζωντανού Θεού, του Θεού που τον δημιούργησε. Πώς να μην αναζητήσει την παρουσία Του;
Αυτό αρνήθηκε όμως ο άνθρωπος. Την παρουσία του Θεού στη ζωή του. Και ενήργησε ως άλλος ένας αθεϊστής υπαρξιστής, ομολογώντας παράλληλα με τον Sartre πως είσαι ελεύθερος μόνο όταν δεν υπάρχει Θεός. Αυτή την ελευθερία ένιωσε ο άνθρωπος, καταστρατηγώντας οποιαδήποτε αυτεξουσιότητα θα μπορούσε να αφυπνίσει την υπαρξιακή του εξάντληση στη θεϊκή εικόνα. Ένιωσε ελεύθερος, ένιωσε ισχυρός, κατέκτησε ηπείρους, αφαίρεσε τη μοναδικότητα του Θεού, ξεπερνώντας τα ηθικά διλήμματα περί τις του Θεού δημιουργίας, όντας ο τις άρχων και εξουσιαστής τις επιστήμης, των τεχνολογικών θαυμάτων και ανήμπορος, την ίδια στιγμή, να αντιμετωπίσει έναν πρωτόγνωρο ιό που στο πέρασμα του ξερνάει τρόμο και θάνατο. Τις ο υπεράνθρωπος άνθρωπος που δήλωνε σ’ τις τις εποχές πως δεν του λείπει τις démodé Θεός, πλέον σαστίζει, απορεί και υποδουλώνεται στη χαοτική φθορά των αμετροεπών δυνάμεων του κόσμου τούτου. Ο άνθρωπος που αρνήθηκε να υποπτευθεί τη θεϊκή ύπαρξη, που αρνήθηκε να γνωρίσει τον Δημιουργό Του, Εκείνον που του προσέφερε τα πάντα στη ζωή, τις ο άνθρωπος στέκεται ενώπιον του Εσταυρωμένου Θεού, στον οποίο Θεό αρνήθηκε το γεγονός τις ανάστασης, ακόμη και στα δύσκολα, στα πολύ δύσκολα.
Το κλίμα βαραίνει. Η μετανεωτερικότητα δεν μπορεί να καυχάται για τις επιδόσεις τις. Δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει την προοπτική τις ανθρώπινης αφετηρίας σε ένα γεγονός εσχατολογικό, άκρως ευχαριστιακό. Οι αλαζονικές φωνές αρνήθηκαν το θαύμα του ψωμιού και του κρασιού. Δεν είδαν Σώμα και Αίμα, δεν είδαν τίποτε παραπέρα παρά έναν θρησκευτικό ιδεολογισμό, τόσο ικανό να εξυψώνει τις φαντασιώσεις των αδημιούργητων ικεσιών τους προς το επέκεινα των ανυπέρβλητων λογισμών τις. Ο Θεός δεν γίνεται άνθρωπος. Το ψωμί δεν μεταβάλλεται σε Σώμα και το κρασί δεν μεταβάλλεται σε Αίμα. Αυτά ομολόγησαν αυτές τις μέρες όσοι αφαίμαξαν το μυστήριο. Πόσο ανόητη καταντά η αλαζονεία. Η αλαζονεία του υπεράνθρωπου που αδυνάτησε να ψηλαφίσει την παρουσία του Θεού στα πάντα.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Κληρικός Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων