«Το κατεστημένο προστάτευε τον εαυτό του, αλλά όχι τους πολίτες της χώρας μας. Οι νίκες τους δεν ήταν νίκες σας, οι θρίαμβοί τους δεν ήταν θρίαμβοί σας. Και ενώ αυτοί γιόρταζαν στην πρωτεύουσα του έθνους μας, υπήρχαν ελάχιστοι λόγοι εορτασμού για τις οικογένειες που δοκιμάζονται σε κάθε γωνιά της χώρας μας. Όλο αυτό θα αλλάξει εδώ και τώρα. […]
Γράφει ο Γιώργος Δημητρούλιας
Εκδότης «το Αντίδοτο», τέως δημοτικός σύμβουλος Καλαμάτας
Η σημερινή τελετή, όμως, έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι σήμερα δεν μεταφέρουμε την εξουσία από τη μια κυβέρνηση σε μια άλλη ή από το ένα κόμμα στο άλλο, αλλά μεταφέρουμε την εξουσία από την Ουάσιγκτον και τη δίνουμε πίσω σε σας, στον αμερικάνικο λαό. (…) Η 20ή Ιανουαρίου του 2017 θα μείνει χαραγμένη στην μνήμη ως η ημέρα που ο λαός έγινε και πάλι κυρίαρχος αυτής της χώρας».
Αποσπάσματα από την ομιλία ορκωμοσίας του Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου 2017.
Ο Τραμπ μπορεί να θεωρηθεί οτιδήποτε άλλο πέρα από καθεστωτικός και δεν έμοιαζε με κανέναν από τους υπόλοιπους υποψηφίους, καθώς όλοι ήταν έμπειροι πολιτικοί. Δεν αποτελεί απλώς μια απόρριψη της αποτυχημένης σημερινής πολιτικής, αλλά και μια τομή με το προηγούμενο σύστημα των ΗΠΑ. Πράγματι μπορεί να εμφανίστηκε ως υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, αλλά βρίσκεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με όλα σχεδόν τα κορυφαία στελέχη του κόμματος και στην διάρκεια των δύο προεκλογικών εκστρατειών επωφελήθηκε περισσότερο από τις ομοιότητες μεταξύ Δημοκρατικού και Ρεπουμπλικανικού κόμματος, των δύο διεφθαρμένων τμημάτων του πολιτικού κατεστημένου που ελέγχεται από τις τράπεζες. Μια διαμαρτυρία κατά του συστήματος της Ουάσιγκτον που κοιτούσε πως να γεμίσει τις δικές της τσέπες και δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τον μέσο Αμερικανό.
Σαν ταύρος στο Ρεπουμπλικανικό υαλοπωλείο.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που οι περισσότεροι παραγνωρίζουν είναι ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα δημιουργήθηκε το 1854 στον βιομηχανικό βορρά και πρώτος πρόεδρος του ήταν ο Αβραάμ Λίνκολν λίγα χρόνια πριν ξεκινήσει ο Αμερικάνικος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Βορείων και Νοτίων. Στο θαυμάσιο βιβλίο του «Ο Λευκός Ήλιος των Ηττημένων ο Dominique Venner (έχει εκδοθεί στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Λόγχη) γράφει: «Στα πρώτα πενήντα χρόνια του αιώνα (18ος), η βιομηχανική επανάσταση προκαλεί τεράστιες αναταραχές τόσο στην κοινωνία του Νότου όσο και του Βορρά. Ενώ μέχρι τότε η θέση του Νότου ήταν κυρίαρχη, τώρα γίνεται υποτελής, μέχρις ότου ο Βορράς να πάρει στα χέρια του την ομοσπονδιακή εξουσία και να φανεί αποφασισμένος να την ασκήσει εναντίον της κοινωνίας του Νότου. Όταν ένοιωσαν ότι απειλούνταν η ίδια τους η ύπαρξη, οι Νότιοι δεν θα δουν άλλη διέξοδο από την απόσχιση». «Η εμπορική νοοτροπία δεν αποτελεί μέρος της ιδιοσυγκρασίας τους. Ή μάλλον, τους είναι απεχθής επειδή περιλαμβάνει υπολογισμούς, ψυχρότητα και εκμηδενισμό. Η θλίψη και ο υπερπληθυσμός των μεγάλων πόλεων δεν τους ταιριάζουν». Αυτά που λένε για τα αίτια του Αμερικάνικου Εμφυλίου δεν στέκουν γιατί το 1845 γράφεται ότι οι νέγροι της Αμερικής είναι σε πολύ καλύτερη θέση από τους φτωχούς στην δημοκρατική Γαλλία, αφετέρου και ο ίδιος ο Αβραάμ Λίνκολν γράφει την ίδια περίοδο ότι αποστρέφεται την επιμειξία των λευκών με τους μαύρους και οι άθλιοι Γάλλοι της Λουιζιάνα που δραπέτευσαν από τον Καναδά, μαζί με όλες τις ινδιάνικες φυλές συντάσσονται με τους Νότιους κατά την διάρκεια του Εμφυλίου..
Έτσι για τα επόμενα εκατό χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου, το Δημοκρατικό κόμμα κατέστη κυρίαρχο στους ρατσιστές του Νότου. Χαρακτηριστικά το 1928 ο παρασημοφορημένος από τον ίδιο τον Χίτλερ, αντισημίτης Χένρι Φόρντ παραλίγο να διεκδικήσει τον προεδρικό τίτλο ως επικεφαλής του Δημοκρατικού κόμματος, αλλά και ο Τζώρτζ Ουάλας , κυβερνήτης της Αλαμπάμα και γνωστός για την πολιτική φυλετικών διακρίσεων που ακολουθούσε η πολιτεία του, δύο φορές το 1968 και 1972 παραλίγο να κατέβει στις εκλογές των ΗΠΑ επικεφαλής των Δημοκρατικών. Ο Ρόμπερτ Τουμπς, Δημοκρατικός γερουσιαστής της Τζόρτζια, ορκιζόταν πως δεν θα αφήσει ποτέ «να πέσει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στα προδοτικά χέρια του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, του κόμματος των μαύρων».
Όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν με την ψήφιση του Civil Rights Act του 1964 και του Voting Rights Act του 1965, με τα οποία οι υπέρμαχοι των πολιτικών δικαιωμάτων έδωσαν σε όλους δικαίωμα ψήφου. Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, σημαντικό τμήμα των λευκών ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Κόμματος στον Νότο μετακινήθηκε προς τους Ρεπουμπλικάνους, με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί και η μετατόπιση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος προς πιο συντηρητικές θέσεις. Με λίγα λόγια, ενώ ο Νότος περνούσε σταδιακά στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων, την ακριβώς αντίθετη τάση ακολουθούσαν οι πολιτείες του Βορρά και της Ανατολικής Ακτής. Αυτές οι ανακατατάξεις μετά το 1965 είχαν ως αποτέλεσμα να ιδεολογικοποιήσουν τις διαφορές μεταξύ των δύο κομμάτων, με τους Δημοκρατικούς να γίνονται ένα πιο «προοδευτικό» «κοινωνικά φιλελεύθερο» κόμμα υπέρ της Παγκοσμιοποίησης και τους Ρεπουμπλικάνους αντιστοίχως , σε συντηρητικό και υποστηρικτικό του εθνικού κράτους που πολεμά την Παγκοσμιοποίηση. Σκεφτείτε μόνο ότι το 1950 οι μη λευκοί στην Αμερική ήταν το 10%, το 2014 είχαν γίνει το 38% και η πρόβλεψη είναι ότι το 2044 θα έχουν ξεπεράσει το 50%.
Κατά την δεύτερη θητεία του Ομπάμα στο αξίωμα του προέδρου, πολλοί Ρεπουμπλικάνοι είχαν πλέον πειστεί πως το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν ένα αντιαμερικανικό κόμμα και αποτελούσε κίνδυνο για τον αμερικάνικο τρόπο ζωής.
Ο Τραμπ δεν είχε καμιά πιθανότητα να είναι ο ευνοούμενος του κομματικού κατεστημένου. Όχι μόνο δεν είχε εκλεγεί ποτέ σε κάποιο πολιτικό αξίωμα, αλλά ούτε στο παρελθόν ήταν μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ενώ το 2014 όλοι οι συνυποψήφιοί του για την θέση του προέδρου είχαν βαθιές ρίζες στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Τραμπ είχε κατά καιρούς υποστηρίξει το Δημοκρατικό Κόμμα.
Καθώς η ημερομηνία των προεδρικών εκλογών του 2014 πλησίαζε, γινόταν όλο και πιο φανερό ότι ο Τραμπ δεν ήταν ένας ακόμα παραδοσιακός συνηθισμένος υποψήφιος. Όχι μόνο μετέτρεψε σε πλεονέκτημα ότι μέχρι τότε δεν είχε εμπλακεί σε καμιά πολιτική δραστηριότητα, αλλά διατύπωνε περίεργες και πρωτοφανείς απόψεις που προκαλούσαν ανοιχτά τα κυρίαρχα ΜΜΕ, ακόμα προκαλούσαν εκνευρισμό στο υφιστάμενο πολιτικό καθεστώς και στα δύο κόμματα και αντιμαχόταν ανοικτά την λαθρομετανάστευση και το ισλάμ, και όλα αυτά με μια προκλητική συμπεριφορά που έβλεπαν οι Αμερικάνοι για πρώτη φορά σε μια προεκλογική εκστρατεία. Μια έρευνα του κέντρου Shorenstein επισήμανε ότι τις πρώτες εκατό ημέρες του Τραμπ στην προεδρία το 80% των δημοσιευμάτων και των εκπομπών ήταν αρνητικό απέναντί του, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν για τον Κλίντον 60%, για τον Τζώρτζ Μπους τον Νεότερο 57% και για τον Ομπάμα 41%.
Η τυραννία της «πολιτικής ορθότητας».
Πέρα από αυτό εναντιώθηκε στην λεγόμενη «πολιτική ορθότητα» που αστυνομεύει τον τρόπο σκέψης όλων αυτών που αρθρώνουν κάτι το διαφορετικό από αυτό του Καθεστώτος που έχει επιβάλλει η Παγκοσμιοποίηση. Η «πολιτική ορθότητα» αναφέρεται σε πράγματα που δεν μπορούμε να πούμε δημόσια χωρίς να φοβηθούμε μια εξευτελιστική ηθική καταδίκη. Κάθε κοινωνία έχει συγκεκριμένες ιδέες που αντιτίθενται στις θεμελιώδεις ιδέες περί νομιμότητας και συνεπώς είναι ταμπού στον δημόσιο διάλογο. Στις ΗΠΑ σύμφωνα με την Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος , το δικαίωμα κάποιου να μιλάει ελεύθερα προστατεύεται επίσης συνταγματικά. Ωστόσο, αν οποιοδήποτε πολιτικό πρόσωπο εξέφραζε απόψεις εναντίον των κατεστημένων θα υφίσταντο σημαντική ηθική καταδίκη, δεδομένου ότι αυτές έρχονται σε αντίθεση με την αρχή της ισότητας που διατυπώθηκε στην Αμερικάνικη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας.
Τον Τραμπ δεν τον εκφοβίζει η πίεση να είναι πολιτικά ορθός και λέει απλά αυτό που σκέφτεται. Με το να αντιμετωπίζει τόσο μετωπικά την «πολιτική ορθότητα», ο Τραμπ έχει παίξει κρίσιμο ρόλο στο να μετακινήσει το κέντρο της πολιτικής της ταυτότητας από την αριστερά, όπου αυτή γεννήθηκε, προς την δεξιά όπου τώρα αυτή αποκτά ρίζες. Η πολιτική της ταυτότητας στην αριστερά είχε την τάση να νομιμοποιεί μόνο συγκεκριμένες ταυτότητες, ενώ αγνοούσε ή υποβίβαζε άλλες, όπως την ευρωπαϊκή (δηλαδή την λευκή) εθνότητα, την χριστιανική θρησκευτικότητα, την διαμονή στην επαρχία, την πίστη σε παραδοσιακές οικογενειακές αξίες και συναφείς κατηγορίες. Πολλοί υποστηριχτές του Τραμπ που προέρχονται από την εργατική τάξη αισθάνονται ότι έχουν περιφρονηθεί από τις εθνικές ελίτ. Το Χόλυγουντ κάνει ταινίες με ισχυρούς γυναικείους, μαύρους ή γκέι χαρακτήρες, αλλά λίγες με πρωταγωνιστές ανθρώπους όπως οι ίδιοι, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις μόνο για να τους γελοιοποιήσει (ας θυμηθούμε πολλές σχετικές ταινίες όπως «Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή» ή «Γρανίτα από Λεμόνι», κλπ). Οι άνθρωποι της επαρχίας, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στην Βρετανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και άλλες χώρες, βλέπουν ότι οι παραδοσιακές αξίες απειλούνται σοβαρά από τις κοσμοπολίτικες ελίτ των πόλεων. Αισθάνονται ότι θυματοποιούνται από μια κοσμική κουλτούρα, η οποία προσέχει να μην ασκεί κριτική στο ισλάμ ή τον ιουδαϊσμό, αλλά ωστόσο θεωρεί τον δικό τους χριστιανισμό ως ένδειξη μισαλλοδοξίας. Αισθάνονται ότι τα μέσα ενημέρωσης της ελίτ, με την «πολιτική ορθότητα» τους, τους έχουν θέσει σε κίνδυνο, όπως όταν ο γερμανικός Τύπος που εκφράζει το κυρίαρχο ρεύμα δεν ανέφερε, για αρκετές ημέρες, ένα περιστατικό μαζικής σεξουαλικής παρενόχλησης και σεξουαλικής βίας από ένα πλήθος αποτελούμενο κυρίως από άνδρες μουσουλμάνους, στους πρωτοχρονιάτικους εορτασμούς του 2016 στην Κολωνία, από τον φόβο να μην τροφοδοτήσει την ισλαμοφοβία.
Ο Τραμπ ως υποψήφιος απέφυγε να κατακρίνει τον Ντέιβιντ Ντιουκ πρώην ηγέτη της Κου Κλουξ Κλαν και μετά την συγκέντρωση «Unite the Right» τον Αύγουστο του 2017 στο Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνια, επέρριψε ευθύνες για την βία και στις δύο πλευρές. Από την άνοδο του Τραμπ και μετά, ο λευκός εθνικισμός μετατοπίστηκε από ένα περιθωριακό κίνημα σε κάτι πολύ πιο κυρίαρχο στην αμερικάνικη πολιτική.
Μια εξέγερση ενάντια στην νεοφιλελεύθερη Παγκοσμιοποίηση.
Η 25ετή σκληρή νεοφιλελεύθερη Παγκοσμιοποίηση είχε ως αποτέλεσμα τον εξωπορισμό και την αποβιομηχάνιση που ροκάνισαν σιγά σιγά τον παραδοσιακό τρόπο ζωής ενός μεγάλου τμήματος της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων της Αμερικής. Η διογκούμενη οικονομία δανεισμού κρατούσε την εργατική τάξη της Δύσης πάνω από το όριο της φτώχειας για μια σειρά ετών, αλλά το 2008 η φούσκα έσκασε, και ξαφνικά οι οικογένειες της εργατικής τάξης έπρεπε να κάνουν τρεις και τέσσερις δουλειές για να επιβιώσουν ή να πάρουν διαδοχικά δάνεια για να έχουν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους και να προσφέρουν στα παιδιά τους την ευκαιρία να μορφωθούν.
Η άρχουσα τάξη συνέχισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Οι αντιπρόσωποι της υφιστάμενης άρχουσας τάξης ήταν ανήμποροι να δουν κατάφατσα το πρόβλημα λόγω της πολιτικής τους ατζέντας. Είχαμε παγκόσμια και τοπική έκρηξη της ανισότητας, και όλο και περισσότεροι εργάτες μαζί με επαγγελματίες της μεσαίας τάξης εξοβελίστηκαν από την αγορά, κάτι που οδήγησε σε μια ολοένα αυξανόμενη αναταραχή.
Προτεραιότητα ήταν η διάσωση των θεσμών εκείνων που έφεραν εξαρχής την ευθύνη για τη χρηματοπιστωτική φούσκα. Έτσι το χρήμα τυπώνεται χωρίς καμία σύνδεση με την παραγωγική του αξία. Τα ελλείμματά τους εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας και οι τράπεζες συνέχισαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Τα εθνικά κράτη είχαν αναλάβει το χρέος των τραπεζών, αφήνοντας τις χώρες ακόμη πιο χρεωμένες απ’ ότι ήταν πριν, όπως έγινε με την μνημονιακή Ελλάδα. Η συμμαχία των πολιτικών ηγετών και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ήρθε ξαφνικά στο φως: ο Μπιλ και η Χίλαρι Κλίντον αποτελούν προφανή παραδείγματα της συμμαχίας αυτής και οι στενές τους σχέσεις με την Goldman Sachs και την Γουόλ Στριτ αναμφίβολα λειτούργησαν αρνητικά για την Χίλαρι στα μάτια πολλών ψηφοφόρων. Οι τράπεζες διασώθηκαν ενώ πολλοί Αμερικάνοι έχασαν το σπίτι και το βιος τους.
Ο Τραμπ αντλεί από την κριτική που εξέφρασε το κίνημα “Occupy” εναντίον της Γουόλ Στριτ και κατά της νεοφιλελεύθερης οργάνωσης, αλλά της δίνει μια τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Όπως λέει ο ίδιος ο Τραμπ: «Θα ακολουθήσουμε δύο απλούς κανόνες. Αγοράστε αμερικανικά και προσλάβετε Αμερικανούς». «Ο πλούτος της μεσαίας τάξης αποσπάστηκε από τα σπίτια της και ανακατευθύνθηκε ανά τον κόσμο». «Μια νέα εθνική υπερηφάνεια θα ξεσηκώνει την ψυχή μας, θα ορθώνει το βλέμμα μας και θα συμφιλιώνει τις διαφορές μας». «Θεμέλιος λίθος της πολιτικής μας θα είναι η απόλυτη πίστη στην Αμερική».
Το πολιτικό ιδανικό είναι ότι η οικονομική κρίση μπορεί να ξεπεραστεί οικοδομώντας μια εθνική οικονομία, την κήρυξη εμπορικών πολέμων και τον αποκλεισμό των παράνομων ξένων εργατών που μειώνουν τα μεροκάματα των Αμερικανών. Τούτη η εννοιολογική τομή μεταξύ νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης και εθνικής δημοκρατίας δεν είναι ακριβώς καινούρια. Σε γενικές γραμμές, οι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι στον καπιταλισμό ο φιλελευθερισμός πρόσφερε «επίσημα κατοχυρωμένες ελευθερίες» και ένα είδος επίπλαστης πολιτικής χειραφέτησης, ενώ, στην πραγματικότητα, προστάτευε ότι συχνά αναφερόταν ως «ιδιωτική αυτονομία των πολιτών» (η οποία, ακριβώς, διασφάλιζε την συμμετοχή τους στην οικονομία της αγοράς και έδινε στο κράτος τον ρόλο του εγγυητή των συναλλαγών) δημιουργώντας έτσι ταξικές αντιθέσεις. Στους αντίποδες, ο Καρλ Σμιτ, στην δεκαετία του 1920, υποστήριζε ότι ο φιλελευθερισμός ήταν μια ξεπερασμένη ιδεολογία: κατά τον 19ο αιώνα αποτελούσε την νομιμοποιητική βάση για τον ορθολογικό διάλογο των ελίτ στο κοινοβούλιο, αλλά στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας, τα κοινοβούλια δεν αποτελούσαν παρά το προκάλυμμα σκοτεινών συναλλαγών μεταξύ συγκεκριμένων συμφερόντων. Αντιθέτως, η γνήσια λαϊκή βούληση μπορούσε να τύχει αντιπροσώπευσης από έναν ηγέτη. Η επιδοκιμασία σε έναν ηγέτη από έναν ομοιογενή λαό είναι το σήμα κατατεθέν για μια γνήσια δημοκρατία, την οποία όριζε ο Σμιτ ως «ταυτότητα κυβερνώντων και κυβερνωμένων» και οι μη εκλεγμένοι θεσμοί μπορεί να θεωρούνται φύλακες του φιλελευθερισμού αλλά όμως είναι ουσιωδώς αντιδημοκρατικοί.
Ο Καρλ Σμιτ στο βιβλίο του για την κρίση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στις ΗΠΑ: «Η ομόφωνη γνώμη ενός εκατομμυρίου ιδιωτών δεν είναι η βούληση του λαού ούτε η κοινή γνώμη. Η βούληση του λαού μπορεί να εκφραστεί εξίσου καλά, και ίσως καλύτερα, μέσω της δια βοής επιδοκιμασίας, μέσω μιας διαδικασίας η οποία θεωρείται δεδομένη, μιας προφανούς και αδιαμφισβήτητης παρουσίας, παρά μέσω ενός στατιστικού μηχανισμού που με τόση σχολαστικότητα κατασκευάστηκε τα τελευταία πενήντα χρόνια. Όσο πιο ισχυρό είναι το δημοκρατικό αίσθημα τόσο πιο βέβαιη είναι η επίγνωση ότι η δημοκρατία είναι κάτι διαφορετικό από ένα σύστημα που καταγράφει τους πολίτες ώστε να διασφαλίζεται η μυστικότητα της ψήφου. Αν συγκριθεί με μια δημοκρατία που είναι άμεση, τόσο με την τεχνική όσο και με την δυναμική έννοια, το κοινοβούλιο μοιάζει με έναν τεχνητό μηχανισμό, ο οποίος γεννήθηκε από την φιλελεύθερη συλλογιστική, ενώ οι απολυταρχικές μέθοδοι όχι μόνο μπορούν να επιφέρουν την δια βοής επιδοκιμασία από μέρους του λαού, αλλά μπορούν, επίσης, να αποτελέσουν άμεση έκφραση της δημοκρατικής ουσίας και εξουσίας».
«Πρώτα η Αμερική».
Σε σημαντικές ομιλίες του ο Τραμπ μιλάει για τον λαό και το έθνος ως μια πνευματική κοινότητα που διακρίνεται από το κράτος, ακόμα και από τον πληθυσμό που κανονικά θεωρείται ότι συγκροτεί την χώρα. Η «Αμερική» εδώ είναι μια κάποιου είδους μυστικιστική μορφή που περιλαμβάνει κάτι το ευρύτερο από τα ίδια τα άτομα.
Αναφέρεται στον «λαό» ως ένα ενιαίο υποκείμενο, στον λαό ως ένα σώμα. Υπό αυτήν την έννοια η «Αμερική» περιλαμβάνει κάτι παραπάνω από τα υλικά σώματα τα οποία βρίσκονται εντός των ΗΠΑ. Ο Τραμπ οικοδομεί μια συμβολική και πνευματική κοινότητα η οποία υπερβαίνει τα ίδια τα άτομα που παρίστανται την στιγμή αυτή στην χώρα. Πρόκειται για μια μυστικιστική εθνική κοινότητα που συνδέεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ως κράτος, ως γεωγραφική και εδαφική οντότητα, αλλά και διακρίνεται από αυτές και από το σύνολο των ανθρώπων που ζουν εκεί σήμερα. Η «Αμερική» είναι κάτι παραπάνω από τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ είναι απλώς ένα κράτος, ενώ η «Αμερική» είναι μια πνευματική οντότητα, μια αποστολή, ένα πεπρωμένο. Αυτό είναι κάτι που η Ουάσιγκτον και η πολιτική ελίτ δεν κατανοούν.
Αυτή η «Αμερική» έχει ισοπεδωθεί από τις συντονισμένες ενέργειες των τοπικών ελίτ και των ξένων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων και διεθνών θεσμών, χωρών όπως το Μεξικό και η Κίνα, και θρησκειών όπως το Ισλάμ. Έχουν συνεργαστεί για να φέρουν την καταστροφή στο μεγάλο Αμερικανικό έθνος. Ο Τραμπ είναι ταγμένος στην αντιστροφή αυτής της εξέλιξης. Ενώνει τον Αμερικανικό λαό ξανακάνοντας την Αμερική σπουδαία.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο βιβλίο του ο καθηγητής Μικέλ Μπολτ Ρασμούσεν: Η «Αμερική» στην οποία ο Τραμπ συνεχώς απευθύνεται και την οποία επικαλείται είναι μια μυστικιστική εθνική κοινότητα. Δεν είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Η «Αμερική» λειτουργεί σύμφωνα με την αντίληψη του γάλλου συνδικαλιστή Ζορζ Σορέλ [George Sorel] περί κοινωνικού μύθου. Σύμφωνα με τον Σορέλ, οι ισχυρές πολιτικές ιδέες είναι σημαντικές επειδή ο σύγχρονος κόσμος χαρακτηρίζεται από μια έλλειψη ενέργειας και ζωτικότητας. Ιδέες όπως η εξέγερση και η επανάσταση μπορούν να κινητοποιήσουν τις μάζες λόγω της μυστικιστικής τους δύναμης. Πέρα από μια περιστασιακή ψηφοφορία- η οποία κινητοποιεί παροδικά τις μάζες, εάν καταφέρει να τις κινητοποιήσει – οι κοινωνικοί μύθοι εμπνέουν και εμπλέκουν τις μάζες με έναν πολύ πιο συμπεριληπτικό τρόπο απ’ ότι η συνηθισμένη πολιτική, η οποία χαρακτηρίζεται από περιορισμένη συμμετοχή. Ο μύθος μετασχηματίζει την πολιτική σε μαζική πολιτική και καταρρίπτει τις συνηθισμένες ιδέες της πολιτικής λογικής. Ο μύθος δεν μπορεί να καταρριφθεί, γιατί δεν είναι ούτε σωστός ούτε λάθος, και δεν είναι υλοποιήσιμος με κανέναν άμεσο τρόπο, αλλά αντιθέτως υποδεικνύει μια πολύ πιο ριζοσπαστική πολιτική αλλαγή. Η μετατόπιση από τις ΗΠΑ στην Αμερική είναι μια τέτοια αλλαγή. Όπως είπε και ο Τραμπ στην ομιλία της ορκωμοσίας του: «Μεταφέρουμε την εξουσία από την πρωτεύουσα Ουάσινγκτον και τη δίνουμε πίσω σε εσάς, στον αμερικανικό λαό». Η 20ή Ιανουαρίου 2017 δεν ήταν επομένως μονάχα η ορκωμοσία ενός νέου προέδρου, ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Ήταν η δημιουργία ενός νέου συστήματος. Εκλέγοντας τον Τραμπ ο λαός εξέλεξε τον εαυτό του.
Το πολιτικό του πρόγραμμα στοχεύει στην δημιουργία μιας νέας πνευματικής κοινότητας ή στην ανάκτηση μιας χαμένης πρωταρχικής κοινότητας που έχει καταστραφεί. Το έθνος είναι μια απόλυτη ηθική τάξη που πρέπει να παραχθεί στην πράξη. Πράγματι, πρέπει να παραχθεί ως αμυντική επιχείρηση κατά την οποία η εθνική κοινότητα παγιώνεται.
Η θρησκεία ως βάση του Αμερικανικού Έθνους.
Ο γνωστός καθηγητής του Χάρβαρντ Σάμιουελ Χάντιγκτον μας λέει περιγράφοντας την Αμερικανική Ταυτότητα ότι η θρησκευτικότητα διακρίνει την Αμερική από τις περισσότερες άλλες δυτικές κοινωνίες. Οι Αμερικανοί είναι επίσης σε συντριπτικό βαθμό χριστιανοί, κάτι που τους διακρίνει από τους περισσότερους μη δυτικούς λαούς. Η θρησκευτικότητά τους ωθεί τους Αμερικανούς να βλέπουν τον κόσμο με όρους καλού και κακού σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι άλλοι λαοί. Οι ηγέτες άλλων κοινωνιών βρίσκουν συχνά ότι αυτή η θρησκευτικότητα δεν είναι μόνο κάτι το εξαιρετικό, αλλά επίσης εξοργιστικό, λόγω της βαθιάς ηθικότητας που εμπνέει στην θεώρηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων.
Θρησκεία και εθνικισμός συμβάδισαν σε όλη την ιστορία της Δύσης. Όπως έχει δείξει ο Άντριαν Χάστινγκς, η θρησκεία συχνά προσδιόριζε το περιεχόμενο του εθνικισμού: «Κάθε εθνότητα διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό από την θρησκεία όπως και από την γλώσσα… [Στην Ευρώπη] ο χριστιανισμός διαμόρφωσε τους εθνικούς σχηματισμούς». Η σύνδεση θρησκείας και εθνικισμού ήταν ζωντανή και έντονη στα τέλη του 20ου αιώνα και εξακολουθεί στον 21ο. Εκείνες οι χώρες που είναι οι πιο θρησκευόμενες τείνουν να είναι και πιο εθνικιστικές. Μία δημοσκόπηση σε σαράντα μία χώρες βρήκε ότι εκείνες οι κοινωνίες στις οποίες οι περισσότεροι άνθρωποι δίνουν «υψηλό» βαθμό στον ρόλο που παίζει ο Θεός στην ζωή τους, ήταν επίσης εκείνες στις οποίες οι άνθρωποι ήταν «πολύ υπερήφανοι» για την χώρα τους.
Οι Αμερικανοί είναι αφοσιωμένοι τόσο στον Θεό όσο και στην χώρα τους, σε συντριπτικό βαθμό και γι’ αυτούς αυτά τα δύο είναι αδιαχώριστα. Σε έναν κόσμο που η θρησκεία διαμορφώνει την αφοσίωση, τις συμμαχίες και τους ανταγωνισμούς των λαών σχεδόν σε όλες τις ηπείρους, δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη που οι Αμερικάνοι στρέφονται στην θρησκεία τους για να βρουν την εθνική τους ταυτότητα και τον εθνικό τους σκοπό.
Η εναλλακτική λύση στον κοσμοπολιτισμό και στον ιμπεριαλισμό είναι ο Πατριωτισμός που αφιερώνεται στην διατήρηση και ενίσχυση εκείνων των ιδιοτήτων που προσδιόρισαν την Αμερική από την ίδρυσή της.
Σημαντικά στοιχεία των αμερικανικών ελίτ θέλουν να μετατραπεί η Αμερική σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία και να αναλάβει έναν ιμπεριαλιστικό ρόλο. Όμως το μεγαλύτερο μέρος του αμερικάνικου λαού είναι δεσμευμένο σε μια εθνική εναλλακτική λύση και στην διατήρηση όσο και την ενίσχυση της αμερικανικής ταυτότητας που υπήρχε επί αιώνες. Η Αμερική ταυτίζεται με τον Δυτικό κόσμο. Ο Δυτικός κόσμος ταυτίζεται με την Αμερική. Η Αμερική θα γίνει πολυπολιτισμική και ιμπεριαλιστική ή εθνική; Οι επιλογές των Αμερικανών θα διαμορφώσουν το μέλλον τους ως έθνος και το μέλλον του Δυτικού κόσμου.