ΕΙΧΑ την ευκαιρία να διαβάσω, με την προσοχή που χρειάζεται όταν πρόκειται να παρουσιάσει κάποιος ένα βιβλίο (αφού ανέλαβα να το παρουσιάσω παράλληλα), τα 14 ενδιαφέροντα ποιήματα που περιέχουν οι «Εποχές Εωσφόρου Μνήμης», όπως είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής του Θανάση Παντέ.
Από τον ΑΓΓΕΛΟ ΛΑΠΠΑ
εκπαιδευτικό- συγγραφέα και γ.γ. της ΕΜΣ
Λέω ενδιαφέροντα, γιατί η προσπάθεια προσέγγισής τους, πιο σωστά, κατάδυσης στο περιεχόμενό τους, υποχρεώνει σε στοχασμό, σε αναστοχασμό και γόνιμο διάλογο με τον ποιητή μέσα από το ποίημα. Γιατί και ο ποιητής κατά κύριο λόγο μέσα στα ποιήματα που εξετάζουμε στοχάζεται, λογίζεται και διαλογίζεται με τον εαυτό του για τον εαυτό του, τον άνθρωπο, την περιπέτεια της ζωής και την ανθρώπινη μοίρα. Ο Θανάσης φιλοσοφεί μέσα στην ποίησή του, σε εγκλωβίζει με άλλα λόγια σε μια περιπέτεια αναζήτησης του νοήματος της ζωής, της προσωπικής και κοινωνικής της διάστασης, της ουσίας της ύπαρξής μας και πιο πέρα της υπόστασης του ανθρώπου.
Θεωρώ όμως απαραίτητο προτού προχωρήσω να κάνω μια διευκρίνιση σχετικά με την πρόσληψη της ποίησης από τον αναγνώστη. Πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου, αυτό αφορά κυρίως στην ποίηση, όταν το ποίημα φεύγει από τον ποιητή, ανήκει πια στον αναγνώστη. Δική του υπόθεση είναι πώς θα το δεχτεί. Τι θα πάρει. Τι θα του πει το ποίημα. Ο Σεφέρης σε μια συνέντευξή του στην ερώτηση δημοσιογράφου (της Ανν Φιλίπ, 1971) για το τι συμβολίζει το ποίημά του «Οι γάτες του Άι Νικόλα» (ποιο το νόημά του, γιατί το έγραψε), απάντησε: «Είχε έναν συμβολισμό. Τον συμβολισμό που του έδωσα εγώ, που είναι ο συμβολισμός του ποιητή. Άλλωστε το ποίημα δεν είναι νομικό άρθρο ο καθένας μπορεί να το ερμηνεύσει όπως θέλει. Ακόμα και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα επενεργεί εντέλει να αποκτήσουν τα πράγματα κάποιον συμβολισμό. Και συνέβη να αποκτήσει το ποίημα πολλούς συμβολισμούς τους οποίους δεν μπορώ να φορτωθώ εγώ».
Και εγώ στο σημείωμα που ακολουθεί, θα μιλήσω για τα ποιήματα του Θ. Παντέ όπως κάνω πάντα, όταν σχολιάζω ποιήματα: απαντώ σ’ αυτά, όπως τα ίδια μου μιλήσανε, χωρίς διόλου να νοιάζομαι αν συμπέσουν τα λόγια που μου είπανε με τις προθέσεις του ποιητή.
ΤΡΕΙΣ ΑΞΟΝΕΣ
Πάνω σε τρεις άξονες εξελίσσεται το περιεχόμενο, ας το πούμε η ιστορία, των 14 ποιημάτων της συλλογής. Ο πρώτος είναι η Μνήμη, στο χώρο της παίζεται το όλο έργο από την αρχή ως το τέλος. Ο δεύτερος είναι η ιστορία, ενός νοητού «ήρωα», κεντρικού προσώπου, πίσω από τον αφηγητή. Την περιπέτειά του, που δένει σε μια ενότητα όλα τα ποιήματα, μπορούμε να τη συνθέσουμε μέσα από τα σπαράγματα της μνήμης του, και ο τρίτος άξονας είναι η καταφυγή στην ποίηση ως προσπάθεια λύτρωσης.
Και πρώτα πρώτα ο άξονας Μνήμη. Διαπερνά όλη τη συλλογή. Είναι ο χώρος μέσα στον οποίο κινείται ο ποιητής, είναι ο χώρος μέσα στον οποίο γράφεται, θα λέγαμε, και το κάθε ποίημα. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σκηνικό-χώρος μέσα στα ποιήματα, ο όποιος χώρος αμυδρά διαγράφεται, αφήνεται περισσότερο στον αναγνώστη να τον συνθέσει. Έτσι όλα θα έλεγα γίνονται μέσα στο νοητό χώρο, στη σκέψη, και κατά τη διάρκεια ενός συνεχούς διαλογισμού, γι’ αυτό και τα ποιήματα της συλλογής θα μπορούσαν να ονομαστούν ποιήματα-δοκίμια, γιατί ως δοκίμια από τη μια παραπέμπουν στη φιλοσοφική τους διάσταση, στη σκέψη, και ως ποιήματα από την άλλη στην έντονη συγκινησιακή φόρτιση του υποκειμένου που μεταφέρεται με μαεστρία και στον αναγνώστη. Χρησιμοποιώντας τη λέξη μαεστρία παραπέμπω και στον αφηγηματικό λόγο που διακρίνεται στη συλλογή μέσα σε έναν χώρο εξομολόγησης και αναζήτησης ταυτόχρονα. Ως γνωστό η αφήγηση γενικά είναι απαλλαγμένη από εξάρσεις και εύκολους λυρισμούς και κραυγαλέα ξεχυλίσματα ψυχής. Όμως στην περίπτωσή μας ο αξιοπρεπής λυρισμός που διαχέεται μέσα στον αφηγηματικό λόγο δεν προέρχεται τόσο από την ειδική χρήση της γλώσσας (σχήματα λόγου στα οποία αρέσκεται η ποίηση), όσο από το περιεχόμενο: Η σκέψη κυριαρχείται από συναίσθημα γνήσιο και έντονα βιωμένο.
Αλλά ας γυρίσουμε στη μνήμη. Η καθοριστική λειτουργία της στη συλλογή υποδηλώνεται και στον τίτλο. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ -κάτι το αυτονόητο στην ποίηση- πως η μνήμη δίνει υλικό στους ποιητές. Δίνει επεξεργασμένο βίωμα, ο ποιητής βουτά στο βάθος της, εννοείται σε ό,τι δεν έχει σβήσει η λήθη, και παίρνει υλικό και δουλεύει. Και αυτά που δεν έχουν σβήσει είναι συνήθως πληγές, τραύματα, πόνος, παθήματα ατομικά, ρωγμές που άνοιξε ο αμείλικτος χρόνος και η ζωή. Δεν υπάρχει ποιητής που να μην έχει αναφορά στη μνήμη.
Σας θυμίζω πρόχειρα τον στίχο του Σεφέρη «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» [Μνήμη Α΄] και την Κική Δημουλά «Η μνήμη\κύριο όνομα θλίψεων\ενικού αριθμού\μόνον ενικού αριθμού\και άκλιτη\η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη»
Και στη συλλογή που εξετάζουμε η μνήμη είναι κυρίαρχη και βασανιστική:
«Η Εωσφόρος Μνήμη πανταχού παρούσα βυσσοδομεί αγρίως με το θράσος και την έπαρση της Γνώσης…» (10).
Κατακερματισμένη και προβληματική, διαμορφώνει έναν χώρο γεμάτο ρωγμές μέσα στον οποίο κινείται με τη σκέψη του ο ποιητής. Γράφει με πόνο ψυχής:
«Όμως αυτή η ρωγμή στο στήθος αυτή η πληγή από τη μαχαιριά της μνήμης που δεν λέει να κλείσει»
«Δυσβάσταχτο φορτίο» (8) τη χαρακτηρίζει. Και σκληρή:
«δεν μου συγχωρεί η μνήμη που σπατάλησα το ταξίδι μου στην επικράτειά της με ατασθαλίες φαντασιώσεων που έμειναν αδικαίωτες» (14).
Και ο ποιητής συνειδητοποιεί πως όσο σωρεύονται τα χρόνια και φτάνουμε στην ηλικία που ο άνθρωπος έχει πολύ παρελθόν και ελάχιστο μέλλον η μνήμη τον εγκαταλείπει σιγά σιγά, όπως συμβαίνει άλλωστε σε όλους:
«Σκληρή πατρίδα η μνήμη και πλέον αδειάζει από τα παιδιά της που φεύγουν μετανάστες. Και συ αναρωτιέσαι ακόμα αν ξεχνάει όποιος λαβώθηκε από το ερπετό της μνήμης» (14)
Και μέσα από τα κενά της, τις πληγές που αιμορροούν ακόμη και πονούν, προσπαθεί να συνθέσει τη ζωή του και να δώσει επιτέλους απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτήματα που τον βασάνιζαν μια ζωή.
«Σπαράγματα μνήμης ανακαλείς για να συνθέσεις μια απάντηση στη λησμοσύνη των καιρών» (14)
«Τώρα σπαράγματα μνήμης είναι εδώ και το αμείλικτο ερώτημα θυμίζουν» (7) Απάντηση όμως δεν παίρνει, και αυτό πικραίνει και πονάει τον ποιητή.
Η μνήμη, τελικά, με την επιλεκτική της λειτουργία κακοφορμίζει τις πληγές και τη θεωρεί υπεύθυνη για το μαρτύριό του:
«Το ναυάγιο της ζωής του συνεχιζόταν στους σκοτεινούς θαλάμους της Μνήμης του. Εκεί που το Τέρας δεν είχε ποτέ κοιμηθεί…» (9)
Η μνήμη, λοιπόν, κάτω από την εξουσία της οποίας κινείται η σκέψη του ποιητή λειτουργεί εδώ ως μία διαρκής και βασανιστική δοκιμασία, ως μια σατανική δυσπολέμητη δύναμη και πετυχημένα χαρακτηρίζεται «Εωσφόρος».
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Ο δεύτερος άξονας αφορά στο περιεχόμενο της συλλογής. Όταν τελείωσα το διάβασμα, είχα την αίσθηση πως παρακολούθησα την ιστορία ενός μυθιστορηματικού ήρωα που βρίσκεται πίσω από τον αφηγητή σε μια βαθιά ανθρώπινη ώρα. Τον παρακολούθησα στην ηλικία-εποχή, από τη μια της αναψηλάφησης ενός αδικαίωτου παρελθόντος και από την άλλη της αναζήτησης ενός ανύπαρκτου μέλλοντος. Παρακολούθησα την πορεία του, όσα δηλαδή του συνέβησαν ή ακόμη και όσα δεν τα άφησε να συμβούν, όχι τόσο ως γεγονότα όσο ως αποστάγματα των συνεπειών τους και ως επίγνωση της ανθρώπινης μοίρας. Στην ουσία όμως αναλογίστηκα πως παρακολούθησα τη δική σου, τη δική μου, του κάθε ανθρώπου την περιπέτεια που τη λέμε ταξίδι της ζωής κατά την ώρα τής προς εαυτόν ειλικρινούς εξομολόγησης.
Βρήκα, λοιπόν, αυτό τον άνθρωπο να παλεύει με τις μνήμες μιας σκληρά βιωμένης ζωής, μιας περιπέτειας με σειρά διαψευσμένες προσδοκίες όντας στην ώριμη περίοδο και τη σοφή της ζωής του που αναγκαστικά οδηγείται στην αυτογνωσία και συνειδητοποιεί τις ψευδαισθήσεις, τις ματαιώσεις, ίσως την απουσία νοήματος, και τελικά το κενό της ζωής. Ζητώντας την αλήθεια της ζωής που τελικά την έχασε στις ψεύτικες υποσχέσεις που γνώρισε. Βρήκα τον άνθρωπο να νιώθει φυλακισμένος στα όνειρα, στα ιδανικά, στις συμβάσεις της κοινωνίας, εγκλωβισμένο ακόμα και στην ψευδαίσθηση της σοφίας του, να προσδοκά τη δικαίωση σε μια μελλοντική ζωή.
«Στη μελλοντική ζωή μου θα είμαι\νοιώθω\άστεγος\χωρίς όνειρα, ιδανικά, ψευδαισθήσεις\αλλά ελεύθερος να σ’ αγαπώ… όλα θα είναι αλλιώτικα», 2. Έρχεται όμως η δραματική ανατροπή και η ελπίδα σβήνει: «Η μελλοντική ζωή μου ωστόσο δεν θα υπάρξει» διαβεβαιώνει τον εαυτό του ο ποιητής.
Παράλληλα τον παρακολούθησα ως πολίτη να προσπαθεί να βρει τον εαυτό του και το νόημα της ζωής μέσα στην αρένα των πολιτικών-ιδεολογικών συγκρούσεων. Καλό χριστιανό, κατά λάθος χαρακτηρισμένο ως κομμουνιστή σε δύσκολες εποχές. Να εξορίζεται. Ταλαιπωρημένος και εξουθενωμένος. Να φορτώνεται ενοχές, αδύναμος να πάρει τα πράγματα στα χέρια του. Να του λείπει το θάρρος να γίνει πράγματι κομμουνιστής και στο τέλος και το κουράγιο να είναι χριστιανός. Και στα στερνά του να μην μπορεί να πάρει και απάντηση αν είχε νόημα η ζωή που έζησε.(ποίημα αριθμ.3)
Τον παρακολούθησα ως τον άνθρωπο της εποχής μας ‘αθώο αρχικά εν μέσω ενόχων’. Μέσα σε μια τρικυμία ευδαιμονίας, ναυαγό μέσα σε κύματα δυσεπίλυτων προβλημάτων που ούτε τον εαυτό του τον αφήνουν να γνωρίσει (4).
Ή αλλού (9) ναυαγό της ζωής να ρίχνει το φταίξιμο σε προδότες να τους φορτώνει ενοχές για να απαλλαγεί από αυτούς.
Ή πάλι αυτόν που κάποτε αισθανόταν κυρίαρχος και δυνατός, που έκανε τα πάντα για λίγη έστω εξουσία, που δεν φοβόταν τίποτα, να νικιέται τελικά από τον χρόνο, και θλιβερός, κουρασμένος, ηττημένος, ανήμπορος, αυτός ο ματαιόδοξος να σέρνεται ελάχιστος –αυτό διαπιστώνει πως ήταν μια ζωή- μπροστά στο γεγονός του θανάτου.(8)
Αλλά και καιροσκόπος, με προκλητικότητα, περισσή θρασύτητα, και παραμένοντας αμετανόητος μέχρι τέλους, να περιμένει το θρίαμβο των επιτυχιών που δεν έρχονται, αλλά και την αγάπη που ονειρεύτηκε -και που χωρίς αυτή να παραδέχεται ότι είναι ένα τίποτα- να έχουν μετατραπεί σε ψευδαισθήσεις, σε ερείπια ψευδαισθήσεων (11).
ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Παρακολούθησα τέλος έναν διπλανό μας άνθρωπο να τα χάνει όλα. Να έρχεται η πτώση και να είναι τα χρόνια της κρίσης. Και, ποιος φταίει; Βολική δικαιολογία η κρίση. Δεν αναλογίζεται όμως πως είχε κάποτε ευκαιρίες, και τότε «περί άλλων ετύρβαζε και περιγελούσε», αλλά ούτε και τώρα λέει να αλλάξει… Ας σκεφτούμε, ποιον θυμίζουν όλα αυτά; Μήπως εσάς, εμένα, όλους μας; (5)
Και αλλού (12) «είχε» λέει «μια ήσυχη και τακτοποιημένη ζωή και την τίναξε στον αέρα». Ένιωθε πλήξη, τι να την κάνει μια ήσυχη ζωή; Να ζει έτσι χωρίς να αναρωτιέται για τίποτα ούτε για την καθημερινότητά του. Έζησε μέσα στη σιγουριά πως θα ήταν ο νικητής των περιστάσεων, αυτή η σιγουριά του αφαίρεσε όποια ανησυχία για τη ζωή με αποτέλεσμα κι όταν ακόμα οι βεβαιότητες είχαν τελειώσει να αφήνει τις περιστάσεις ανεκμετάλλευτες, και να χάνονται έτσι οι νίκες που περίμενε μέσα από την ησυχία στην οποία τον έριχνε η θεοποίηση των ψευδαισθήσεων. Ήταν τελικά ήσυχη αυτή η ζωή;
Κι όταν αναλογίζεται τα στερνά του βίου, τρομάζει μπροστά στη μοναξιά που έρχεται, που ήρθε. Αλλά και ποιος καθώς περνούν τα χρόνια δεν βασανίζεται τι θα γίνει εκείνες τις ώρες της αφόρητης μοναξιάς; Την ύστατη στιγμή που η ζωή του σαν ταινία θα περνάει μπροστά του; Και ποιος νοιαζόταν για μοναξιά τα χρόνια της δράσης των αγώνων της πάλης των ιδεών και των δυνατών αισθημάτων; Κι ο «ηρωάς» μας τότε δεν εκτιμούσε τη στιγμή. Επιπόλαια μιλούσε για τη ροή του χρόνου. Δεν τον άγγιζε βαθιά το αμείλικτο πέρασμά του. Ούτε τη μοναδικότητα της κάθε στιγμής υπολόγιζε. Κι όμως συνεχίζει να ζει μέχρι την ύστατη στιγμή με την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει χρόνος για επανορθώσεις. (7)
Όπως ανέφερα πιο πάνω, προσπάθησα να δω όλα τα ποιήματα της συλλογής σαν την ιστορία ενός ανθρώπου και να την συνθέσω μέσα από τα σπαράγματα της μνήμης, σπαράγματα αυτογνωσίας, όπως τα αποκαλεί ο ποιητής. Ανεξάρτητα από τα όποια ερεθίσματα, βιώματα προσωπικά ή της περιρρέουσας κοινωνικοπολιτικής ατμόσφαιρας οδήγησαν στη σύνθεση των ποιημάτων, μέσα από αυτά αναδεικνύεται, και αυτό ήθελα να δείξω, -έτσι το προσέλαβα εγώ τουλάχιστον- ο άνθρωπος τόσο ως ατομική ύπαρξη στη διαχρονικότητά της όσο και ως πολίτης της εποχής μας, εγκλωβισμένος σε περιστάσεις, κοινωνικές εξαρτήσεις, σε προσδοκίες, σε αναζητήσεις και αναπάντητα ερωτήματα για το νόημα και την ουσία της ζωής, που τελικά νικιέται, και στα στερνά όταν το μέλλον έχει καταναλωθεί, νιώθει ναυαγός σε μια θάλασσα ψευδαισθήσεων.
Έτσι είναι από τη φύση του ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να νικηθεί (να μη δώσει απάντηση στα αιώνια ερωτήματα). Αυτή εξάλλου είναι η τραγικότητα της ύπαρξής του.
Υπάρχει λύτρωση;
Ο Θ. Παντές σε κάποιο σημείο επιχειρεί τη λύτρωση στην προσδοκία μιας μελλοντικής, άλλης ζωής, ή αλλού αφήνεται να ζει με τις ψευδαισθήσεις. Στην ουσία επιλέγει την Τέχνη της ποίησης. Όλα τα ποιήματα της συλλογής αυτό το σκοπό υπηρετούν. Και το δηλώνουν. Λειτουργούν ως αντίδοτο, φάρμακο, στην πληγή-ρωγμή της ύπαρξης, όπως είναι και ο τίτλος του πρώτου ποιήματος
Για να θεραπεύσει αυτή την πληγή, καταφεύγει στην ποίηση. Αυτό δεν κάνουν όλοι οι ποιητές; «Δεν μπορείς να γράφεις ποίηση» μου είπε κάποτε ένας αξιόλογος κριτικός «αν δεν βγαίνει μέσα από τα τραύματά σου». Τραύματα από την προσωπική αλλά και την ανθρώπινη μοίρα κινούν τον ποιητή. Την αγωνία του, τις αναποδιές της ζωής, τον πόνο, την απώλεια, τα κενά, την προδοσία, τις ανατροπές, την τραγικότητα που απορρέει από το παράλογο του εφήμερου της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτά κινούν και τον Θ. Παντέ με μια ειλικρίνεια που τον βοηθάει να συνθέτει αληθινή ποίηση.
Στο πρώτο λοιπόν ποίημα ο ποιητής δηλώνει πως γράφει ποιήματα προσπαθώντας επίμονα να κλείσει τη ρωγμή, να πάψει να αιμορραγεί. Κι όσο προχωράμε προς το τέλος και το σκοτάδι γίνεται περισσότερο από το φως «Κανένα ποίημα τότε είναι βέβαιο δεν θα μπορέσει να μας σώσει»διαπιστώνει. Δεν θεραπεύει η ποίηση· ηρεμιστικό, αναλγητικό είναι, όπως λέει και ο Καβάφης: Τα γηρατειά «…είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι\…Τα φάρμακά σου φέρε, Τέχνη της Ποιήσεως\που κάμνουνε –για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή»[Μελαγχολία Ιάσονος Κλεάνδρου…].
Την ποίηση χρησιμοποιεί και πιο κάτω, στο ποίημα με τον αριθμό 6, ως σωσίβιο για την διάσωσή του. Ναυαγός σε μια θάλασσα-μελάνι αναζητάει τις λέξεις, να φτιάξει το ποίημα-καράβι να ταξιδέψει, να ανοιχτεί στους ωκεανούς, να διασωθεί. Η θάλασσα όμως γίνεται ποτάμι, τον παρασέρνει μακριά από το ποίημα και πάει η ελπίδα. Και η τελική διαπίστωση: Η ποίηση δεν μπορεί να ανατρέψει την φύση των ανθρωπίνων πραγμάτων όσο κι αν ο άνθρωπος αναζητάει σ’ αυτή λυτρωτικό καταφύγιο.
Και ο λόγος για την ποίηση δεν σταματάει εδώ. Στο ποίημα με τον αριθμό ΧΙΙΙ, ο ποιητής δηλώνει ευθαρσώς
«Τον χάλασε η ποίηση\Από ποίημα σε ποίημα γίνεται χειρότερος\
γκρεμοτσακίζεται ανάμεσα στις λέξεις\Πνίγεται στη σκόνη τους αλλά συνεχίζει\Χειροτερεύει από ποίημα σε ποίημα, αλλά εκεί, επιμένει!… για λόγους επιβίωσης».
Οι στίχοι αυτοί μου έφεραν έντονα στον νου κάποιους αντίστοιχους στίχους του Καρυωτάκη, γράφει στο ποίημα «ΚΙΘΑΡΕΣ: «Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις\στο σώμα στην ενθύμηση πονούμε\Μας διώχνουνε τα πράγματα και η ποίησις είναι το μόνο καταφύγιο που φθονούμε». Προτού φύγω από αυτό το ποίημα θέλω να σταματήσω σε μια σοφή φράση: Τον χάλασε, λέει, η ποίηση. Το ξέρει, και του αρέσει.
«Του αρκεί όμως που χάλασε πασχίζοντας να γίνει καλύτερος».
Μέσα σε αυτή τη φράση κλείνεται κατά τη γνώμη μου μια βαθιά αλήθεια: Ο άνθρωπος και στην ιστορία (παρά τα επιτεύγματά του) και στη ζωή αγωνιά και πασχίζει να γίνει καλύτερος και δυστυχώς χαλάει, φθείρεται η αρχική αθωότητά του και οι καλές του προθέσεις προσκρούουν στην σκληρή πραγματικότητα και η ηθική του υπόσταση διαλύεται, οι δυνάμεις αντίστασής του καταρρέουν.
Η ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ Θ. ΠΑΝΤΕ
Προτού κλείσω θα κάνω μια μικρή αναφορά σε θέματα τεχνικής που φανερώνουν την ωριμότητα της γραφής του Παντέ.
Αν προσέξουμε τον τρόπο σύνθεσης των ποιημάτων, σε καθένα αισθητοποιεί την πορεία του διαλογισμού, όπως αναφέραμε, του εσωτερικού μονολόγου ενός ανθρώπου που έχει εξαντλήσει το ταξίδι της ζωής και καταλήγει στο τέλος κάθε ποιήματος σε μια οδυνηρή διαπίστωση. Σημειώνω δυο παραδείγματα. Στο πρώτο ποίημα αποτύπωσε με αριστοτεχνικό τρόπο το άγχος και το άλγος της περιπέτειας του ανθρώπου μέσα στη ζωή. Κατέγραψε μέσα από μια ατομική περίπτωση του ήρωά του, την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Την οριστική και αμετάκλητη, τελικά, παρουσία του κενού. Καθώς διαβάζεις το ποίημα αισθάνεσαι να ακούς-ναι, να ακούς-τον πόνο και το κρακ της ρωγμής που σπάει και θρυμματίζει το ανθρώπινο πρόσωπο. Και στο ποίημα αρ. 11 με τον καιροσκόπο τον προπετή στο θάμβος. Ξεκινάει από το τρίτο πρόσωπο, περνάει στο δεύτερο ενικό για να καταλήξει στο πρώτο ενικό, στον εαυτό του. Ένα κρεσέντο αυτογνωσίας.
Αλλά και η δομή της συλλογής παραπέμπει σε ένα ενιαίο όλο: Το πρώτο από τα 14 με τον τίτλο «Πληγή-ρωγμή της ύπαρξης» αποτελεί την εισαγωγή, καταγράφεται σε αυτό η αγωνία της προσπάθειας να κλείσει η πληγή, η ρωγμή που βασανίζει τον ποιητή και η αγωνία μιας απάντησης που εκκρεμεί μέσα του. Αυτή η αγωνία διαπερνά όλα τα ποιήματα ως το τελευταίο το ομότιτλο της συλλογής «Εποχές Εωσφόρου Μνήμης» που αποτελεί και τον επίλογο. Η αγωνία παραμένει, τα αναπάντητα ερωτήματα παραμένουν, το τέλος έρχεται όλο και πιο κοντά. Ζούσε με την ψευδαίσθηση πως θα είχε το προνόμιο να θυμάται πάντα. Όμως η μνήμη αδειάζει, και η ελπίδα αδειάζει. Σπατάλησε το ταξίδι του σε αναζητήσεις και στοχασμό.
«Από δω και τώρα τι γίνεται;» Αναρωτιέται. Δεν έχει να δώσει απάντηση.
Και διαπιστώνει με πίκρα: Μπαίνουμε σε έναν δρόμο που δεν έχει επιστροφή.
«Δεν έχει άλλη οδό πια και το ταξίδι επιστροφή…
όπως ξεκίνησε, έτσι κάποια στιγμή και θα τελειώσει.
Πληγή-ρωγμή της ύπαρξης στο διηνεκές»…
Κλείνοντας οφείλω να τονίσω πως ο αγαπητός Θανάσης μας δίνει μια ευκαιρία διαβάζοντας το βιβλίο του να συζητήσουμε μαζί του, να αναρωτηθούμε, να φιλοσοφήσουμε πάνω στα ανθρώπινα. Και το φιλοσοφείν, πιστεύω, δίνει ποιότητα στη ζωή μας και στους δύσκολους καιρούς μας το χρειαζόμαστε.
Αγγελος Λάππας
Καλαμάτα, 2019