Στη Ελλάδα το μοναδικό ιοβόλο (δηλητηριώδες) φίδι είναι η οχιά η οποία ανήκει στην οικογένεια Viperidae. Στη χώρα μας απαντώνται τα είδη: Κοινή οχιά, Οθωμανική οχιά, Οχιά της Μήλου, Αστρίτης ή Βουνίσια οχιά και Νανόχεντρα.
Τα δύο δόντια που φέρουν το δηλητήριο είναι μεγαλύτερα από τα υπόλοιπα, βρίσκονται στην άνω γνάθο και μπορούν να περιστρέφονται προς τα εμπρός ή προς τα πίσω. Όταν το φίδι δεν τα χρησιμοποιεί, βρίσκονται στραμμένα προς τα πίσω και σε επαφή με την οροφή του στόματος.
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, το στόμα της οχιάς μπορεί να ανοίξει σχεδόν 180ο και τα δόντια στρέφονται προς τα εμπρός. Τα σαγόνια κλείνουν με το χτύπημα του «θύματος» και ισχυροί μύες γύρω από τους ιοβόλους αδένες συσπώνται ώστε το δηλητήριό τους να περάσει στα δόντια.
Το «χτύπημα» είναι πολύ γρήγορο και στις περιπτώσεις άμυνας μοιάζει περισσότερο με τσίμπημα παρά με δάγκωμα. Πειράματα έχουν δείξει πως τα φίδια της οικογένειας Viperidae μπορούν να αποφασίσουν πόση ποσότητα δηλητηρίου θα διοχετεύσουν στο «θύμα» τους ανάλογα με τις συνθήκες. Στις αμυντικές επιθέσεις, το δάγκωμα μπορεί να μη συνοδεύεται από διοχέτευση δηλητηρίου. Επίσης η ποσότητα του δηλητηρίου φαίνεται πως εξαρτάται και από το μέγεθος του «θύματος».
Δηλητήριο
Το δηλητήριο της οχιάς περιέχει ένζυμα που καταστρέφουν τις πρωτεΐνες (πρωτεάσες) τα οποία προκαλούν έντονο πόνο, έντονο τοπικό οίδημα, διαταραχές στην πήξη του αίματος (αδυναμία του αίματος να πήξει ή πρόκληση θρόμβων) και στη λειτουργία της καρδιάς. Ο θάνατος, όταν συμβεί, συνήθως προκαλείται από υπόταση. Η οχιά διαφέρει από άλλα είδη εχιδνών που συναντώνται στην Αμερική (pit vipers) στο ότι το δηλητήριό της δεν περιέχει νευροτοξικές ουσίες οι οποίες προκαλούν παράλυση των σωματικών και αναπνευστικών μυών. Επίσης δε φέρει όργανα μεταξύ των ματιών της (pits) ευαίσθητα στην υπεριώδη ακτινοβολία.
Λόγω της φύσης των πρωτεολυτικών ενζύμων, τα δήγματα από την οχιά μπορεί να είναι ιδιαιτέρως επώδυνα και παρά τη σωστή αντιμετώπιση μπορεί να προκαλέσουν μόνιμες ουλές ενώ σε σοβαρές και ιδιαίτερα σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσουν στην απόφαση για ακρωτηριασμό του άκρου.
Επίσης, το «θύμα» μπορεί να είναι αλλεργικό στο δηλητήριο και να εκδηλώσει έντονη αλλεργική αντίδραση μετά το δήγμα.
Συμπτώματα από τσίμπημα φιδιού σε γάτα και σκύλο
Τα συμπτώματα εκδηλώνονται, συνήθως, μέσα σε 30 λεπτά από το δήγμα. Στο σημείο του δήγματος υπάρχουν αμυχές από τις οποίες εκκρίνεται αιματηρό υγρό. Στην περιοχή αυτή μπορεί να εκδηλωθεί έντονο οίδημα. Σε περίπτωση υπότασης εκδηλώνεται ταχυκαρδία, ταχύπνοια, ωχροί βλεννογόνοι, αδυναμία και απώλεια συνείδησης. Η πρόκληση πολλών μικροσκοπικών θρόμβων μέσα στα αγγεία μπορεί να προκαλέσει υπερκατανάλωση των παραγόντων πήξης του αίματος με αποτέλεσμα το αίμα να μην μπορεί να πήξει. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να εκδηλωθούν αιμορραγίες.
Διάγνωση
Η διάγνωση γίνεται από την εύρεση των αμυχών που προκαλούν τα δόντια του φιδιού σε συνδυασμό με τα κλινικά συμπτώματα.
Αντιμετώπιση
Οι στόχοι της θεραπείας είναι:
Η «εξουδετέρωση» του δηλητηρίου
Η αντιμετώπιση των επιπλοκών από τα άλλα όργανα
Η αντιμετώπιση των τραυμάτων και της νέκρωσης των μαλακών ιστών γύρω από το δήγμα
Τα κορτικοστεροειδή (κορτιζόνη) ίσως βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της καρδιαγγειακής καταπληξίας (υπόταση) και στη μείωση του οιδήματος στην περιοχή του δήγματος αλλά η χρήση τους είναι αμφιλεγόμενη καθώς μπορεί να αυξήσουν την τοξικότητα του δηλητηρίου. Τα αντιϊσταμινικά ίσως βοηθήσουν ιδίως αν το ζώο είναι αλλεργικό στο δηλητήριο ενώ χορηγούνται και αντιμικροβιακά ευρέως φάσματος για την πρόληψη της μόλυνσης. Επιπλέον υποστηρικτικά μέτρα είναι η χρήση αναλγητικών, ηρεμιστικών, οξυγόνου και η μετάγγιση αίματος ή πλάσματος.
Η περιοχή του δήγματος πρέπει να ακινητοποιείται και να αποφεύγεται το στρες και η διέγερση. Το τραύμα πρέπει να καθαρίζεται καλά με νερό και σαπούνι ή αντιμικροβιακά σκευάσματα.
Η χρήση περίδεσης, οι τομές γύρω από το δήγμα και η αναρρόφηση αίματος πρέπει να αποφεύγονται καθώς δεν φαίνεται να βοηθούν στην εξέλιξη της κλινικής κατάστασης ενώ προκαλούν περαιτέρω τραυματισμό της περιοχής επιδεινώνοντας την πρόγνωση.
Ο αντιοφικός ορός μπορεί να χορηγηθεί μόνο όταν το είδος της οχιάς που επιτέθηκε στο ζώο είναι γνωστός και πρέπει να χορηγείται το συντομότερο δυνατόν. Η χορήγησή του 8 ώρες μετά το δήγμα έχει αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Στον άνθρωπο ο ορός χορηγείται μέχρις ότου ο πόνος υποχωρήσει. Στα ζώα είναι, πολλές φορές, δύσκολο να εκτιμηθεί ο πόνος σε ασθενείς που βρίσκονται σε εντατική νοσηλεία. Για αυτό διενεργούνται συνεχώς εργαστηριακές εξετάσεις και ο ορός παύει να χορηγείται όταν η κλινική εικόνα του ζώου φαίνεται σταθερή.
Στην Ελλάδα ο αντιοφικός ορός είναι νοσοκομειακό είδος και δεν είναι διαθέσιμος στα κτηνιατρεία.
Πρόγνωση
Η πρόγνωση εξαρτάται από το σημείο του δήγματος, (Η πρόγνωση μετά από δάγκωμα στα άκρα είναι καλύτερη από αυτήν σε δάγκωμα στο πρόσωπο και γύρω από το κεφάλι), από την ποσότητα του δηλητηρίου που εγχύθηκε και από τη διαθεσιμότητα αντιοφικού ορού. Πολλά ζώα επιβιώνουν με τη χορήγηση εντατικής νοσηλείας.